Λεων. Ανδριανός : ΝΑ ΧΑΙΡΕΤΙΟΜΑΣΤΕ Ρέέέέέ, νά χαιρετιόμαστεεεεε !

         
        


                           ΝΑ   ΧΑΙΡΕΤΙΟΜΑΣΤΕ  ΡΕΕΕΕΕΕΕΕ !!
                          Γράφει ο ΛΕΩΝ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
* Ο πηγαιμός μου σε κάθε ευκαιρία στο χωριό, όλο και κάτι μου θυμίζει, όλο και κάτι με διδάσκει. Ήθη, έθιμα, ονόματα, πρόσωπα, που αρχίζουν να ξεθωριάζουν στην μνήμη μου, πηγαίνοντας στο χωριό, ξανάρχονται στο θυμηκό μου, που ζωντανεύει σαν την φλόγα του καντηλιού, που του ρίχνεις λάδι.
* Την τελευταία φορά που πήγα στο χωριό, είχα την ευκαιρία να πάρω ένα μάθημα, που ομολογώ με έκανε σοφότερο. Αφορμή και αιτία, ένας υπέργηρος πατριώτης, που καθισμένος στον μαντρότοιχο, και ακουμπώντας και χαϊδεύοντας την μαγκούρα του μέσα στα αχαμνά του σκέλια, παρατηρούσε, σαν να μέτραγε τους περαστικούς που περνάγανε από μπροστά του. Είχα την αίσθηση, ότι ο γεροπατριώτης, ούτε καλάκουγε, ούτε καλόβλεπε. Αυτός ήταν ίσως και ο λόγος, που με έκανε να προσπεράσω κάπως αδιάφορα, χωρίς τον οφειλόμενο χαιρετισμό. 
       Ρέέέέέι….! Ακούω πίσω μου! Κοντοστάθηκα, και γύρισα προς το μέρος του.
-  Εσύ δέν εισαι  τού Λιά ρέέέέ;
*  Ναι μπάρμπα του Λια είμαι!
-     Καί της Βανθίας ρέέέέέ!  Με ξαναρώτησε!
-     Ναί μπάρμπα, έτσι μου έλεγε η μακαρίτισσα.
-     Και γιατί δεν μιλάς ρέέέέέ , όντας διαβαίνεις;
-   Εγώ μουγκάθηκα. .Κατάπια την γλώσσα μου. Τώρα τι ψέμα να ’βρώ, για να δικαιολογήσω την γκάφα μου, και την αγένεια μου;  Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι, αλλά τίποτα. Βάλθηκα να χαμογελάω αμήχανα, βλέποντας τον γερο-πατριώτη να μ’ έχει καρφώσει, με αετίσια μαύρα μάτια του. Από την πράγματι, δύσκολη θέση που βρέθηκα, μ’ έβγαλε ένας άλλος πατριώτης, που κάνοντας το ίδιο μ’ εμένα λάθος   προσπέρασε  συνάμενος  κουνάμενος  αδιάφορος  καί  αμίλητος               .
-    Του χρωστάς τίποτα αυτουνού­; Με ρώτησε!
-    Όχι μπάρμπα, δεν του χρωστάω ούτε δεκάρα τσακιστή, στ’ορκίζομαι.
-   Ούτε κι εγώ, μουρμούρισε πικραμένος. Τότε ρε συ, τι μύγα τον τσίμπησε και κάνει πως δεν βλέπει; Τι ψώρα τον κόλλησε, και ξέχασε ποιος ήτανε; Τι σκατά μόρφωση  μάθατε σιαπάνου στην Αθήνα που πήγατε; Που είναι ρε η ευγένεια, που πρέπει να έχουτε; Που είναι ρε, ο σεβασμός που πρέπει να έχουτε αναμεταξύ σας, και στους γερόντους περισσότερο; Είμαστε ρε με δούτονε, καθώς και με σένα, και συγγενήδες κιόλας. Είχα φανεί χρήσιμος, πολλές φορές στα γονικά σας. Είχαμε καλές σχέσεις. Δεν νοχληστήκαμε ποτέ. Βοηθιόμαστε στις δουλειές και στα χωράφια, και όπου αλλού είχε χρεία ο ένας τον άλλον. **Μοιραστήκαμε την μπουκιά το ψωμί, και το νερό από την ιδια βαρέλα. Ζήσαμε ανενόχλητοι μια ολάκερη ζωή. **Περάσαμε πολλές δυσκολίες αντάμα. Όταν εσείς είσαστε μυξιάρικα βυζαρούδια. Και τώρα, περνάτε αδιάφοροι, αμίλητοι σαν ντουφεκισμένοι λαγοί. 
  * Ρέ μπάκε σκιαζόσαστε, μη σας φορτωθούμε για κανά ρουσφέτι; 
   * Ρε μπάκε  σκιαζόσαστε, μην απλώσουμε το χέρι; Σας γελάσανε ρε μαύροι σας γελάσανε! Κανένας ρε δεν έχει την ανάγκη σας. Ούτε την χαψιά σας, ούτε τον καφέ σας θέλουμε. Μια χαιρετούρα μοναχά, καρτερούμε ρέ από εσάς, τους ταξιδευμένους. Μια χαιρετούρα ανθρώπινη, που την χρωστάμε ούλοι, ακόμα και στον οχτρό μας.
   *Γιατί από κοντά με τα άσπρα μαλλιά, έρχεται και η γνώση, και η σοφία, και η πείρα, που ούλες μαζί λένε, ότι ούλα μα ούλα , και λεφτά και  εφτούνα  μία  ημέρα  τά  παίρνει ,τά  παίρνει  ο  ανεμος  καί  τά  σκορπάει  σιαπέρα   σάν  τά  πούπουλα  τής  πλουμιστής  κότας  καί  τά  κάνει  ούλα  μά  ούλα  στάχτη.
   Καί τί μεινέσκει μετά ρέ πατριωτάκι ;
* Μεινέσκει  μοναχά  βαρειά  σάν  τό  βολύμι  καί  αχώνευτη  σάν  τό  ακόνι  η  κακία,  ο  εγωισμός  η  φθονερότητα  η  ακαταδεξία,  η  επίδειξη  η  ασέβεια  ,η  χωρίς  λόγο περιφρόνηση  τών  αλλων.
  **  Εφτούνα εγώ κατάλαβα ρε πατριωτάκι, σε τούτη την ηλικία που με αξίωσε ο θεός να φθάσω, γιατί τώρα αγναντεύω το κιβούρι μου. Όπως θα το αγναντέψουτε ταχειά   και εσείς, και μακάρι να χιλιοχρονίσουτε, αλλά δεν το πιστεύω. Και μην αντιριέσαι πατριωτάκι μου, γιατί στη ζήση μου, είδα να πηγαίνουν στο χασαπειό περισσότερα αρνάκια από παλιοπροβατίνες.
-  * Για αυτό σου λέω, βάλτε στην πάντα εφτούνα τά άπρεπα καμώματα, τους ψευτοεγωισμού  μουτζώστε  τά  ...κοψομεσιάρικα,  σεβαστείτε  καί  αγαπήστε  τούς  τρανύτερους,  καί  οταν  διαβαίνουτε  μπροστά  τους,  νά  χαιρετιόμαστε ρέέέέέ  νά  χαιρετιόμαστε,  γιατί  δέν  ξέρει  κανένας  τί  τού  ξημερώνει  ταχειά  η  αυριανή .        *Να χαιρετιόμαστε ρεεε!!!!, γιατί από εκεί ξεχωρίζει ο άνθρωπος, από το γαϊδούρι. Εφτούνα είχα να σου ειπώ πατριωτάκι μου, και συμπάθαμε, και μη μού  χολιάζεις  αν  σε ενόχλησα λιγούλι, μέρα που είναι σήμερα, και σαν τρανύτερος που είμαι ελόγου μου.
-    *Αααααα, που είσαι, τήρα και μήν το ξεχάσεις νά το ειπείς και σε ούλους τους άλλους. Να χαιρετιόμαστε ρεεεε!!!, να χαιρετιόμαστε!.
-  *   Ναι μπάρμπα, θα το ειπώ αμέσως, το λέω κιόλας.
-  *Εεεε, ακούτε ορέ   χωριανοί, την παραγγελία του γέροντα πατριώτη!
     - Νά  χαιρετιόμαστε  ρέέέέ  !  Νά  χαιρετιόμαστε  !  Καί  νά  μήν  στραμπουλάμε  τά  μάτια   καί  νά αλληθορίζουμε  οταν  βλέπουμε  πατριώτη, γιατί τάχα μου κάτι σκατά ψηλομύτες ειμαστε  ..!                   
                                                    ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ                    




     
ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟΣ  ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ   ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ 
=========================================================================

                      ΤΗΡΑ  ΜΗΝ  ΔΕΙΣ  ΤΟΝ .......ΑΧΑΪΡΕΥΤΟ       Τήν   συνάντησα  μιά  ημέρα  στό  χωριό.  Ακουμπισμένη σιμά  στήν  εξώμαντρα τού   φτωχικού  καθότανε σέ  μιά  ριζιμιά  κοτρώνα  , καί  από  τή  μαύρη  τσεμπέρα  της  μιά  κάτασπρη λοίδα  περίσευε ,καθώς  μέ  τις  παλάμες  της  ειχε  αγκαλιάσει  τά  γόνατα  της,καί  τό  μακρύ  μαύρο  φουστάνι  της σουρνότανε  κατάχαμα  καί  τό  βλέμα  της  τήραγε  συνέχεια  στό  ξάγναντο τού  δρόμου,  σάν  κάτι  νά  καρτέρηγε.  Τήν  χαιρέτησα  μέ  χαιρέτισε !
Μπάκε  ειδες  σιαπάνου  εκείνο  τό  δικό  μου? μέ  ρώτησε καρφώνοντας  με  μέ  τά  κατάμαυρα γεροντικά  μάτια  της .Κρεμάστηκε  από  τά  χείλη  μου. καρτέρηγενά  τίς  ειπώ  πώς  ναί  τόν  ειδα.
Δέν  μού  πέρασε  ομως  από  τό  μυαλό  νά  τίς  ειπώ  ψέματα, νά  τίς  δώκω  λίγο  κουράγιο, λίγη, ελπίδα . Οχι  γιαγιά, δέν  τόν  ειδα  τίς  ειπα!  Καί  στή  στιγμή  κατέβασε  τό  κεφάλι.
          -Πάει  χάθηκε  εδαύτος,  μουρμούρισε.  Στήν  αρχή  μου  εστελνε  κανα  δυό  αράδες,  υστερα τίποτα  .  Μέ  ξέχασε,ποιός  ξέρει  τί  νά  γίνεται.  Τήρα  μήν  τόν  ειδείς  παιδάκι  μου,  πές  του  νά  μού  γράψει δύο  αράδες , δέν  θέλω  πολλές  Δέν  θέλω  μεγάλο  γράμμα  μου  ειπε  καί  τά  μάτια της  γυαλίσανε  από  θλίψη.  Ας  μού  γράψει  ..μάνα  μου  ειμαι  καλά , μήν  στενοχωριέσαι  καθόλου.
       -Προσπάθησα  νά  διορθώσω  τήν  γκάφα  μου ,νά  δικαιολογήσω  τόν  χαμένο  γυιό  καί  νά δώσω  κουράγιο  στήν  ερμη  τήν  μάνα. Τίς  ειπα  οτι  τάχα  μου,  η Αθήνα  μεγάλη  πώς  τάχα μου ο  κόσμος  εχει  πολλές  δουλειές  νά  κάνει  πώς  δέν  τού  μένει  καιρός  νά  νοιαστεί !  - Μά  νά  μού  στείλει  ενα  χαμπέρι?  Νά  μού  γράψει  δύο  αράδες;  Σάματις  ξέρω  νά  διαβάσω;  Σ΄ ενα  γραμματιζούμενο  θά  πά  νά  μού  τό  διαβάσει.
           Μέ.....καλίγωσε  η  γιαγιά  μέ  τήν  λογική  της . Ντράπηκα  γιά  τό  φέρσιμό  μου  καί  αφήνοντας  τηνε  στήν  πίκρα  της  γράφω  τά  παρακάτω   γιά   τόν  γυιόκα  της. Πού  ξέρεις  μπορεί νά  διαβάσει  τούτες  τίς  αράδες  μου  καί  νά  φιλοτιμηθεί  νά  γράψει  ενα  γράμμα  στήν ξεχασμένη τήν  μάνα  του.  Εκτός  κι  αν  νομίζει  οτι  φύτρωσε  ...στόν  κήπο  καί  δέν  τόν [ανάστησε ]  η  μάνα  του.  Αλλά  καί  γιά  εσένα  τό  γράφω  πατριώτη.Τήρα  μήν  δείς  τόν  ...αχαιρευτο  τόν  Παντελη  της  θειά  Παναγιωτενας .  Πέστου  νά  γράψει  δύο  αράδεςστήν  γερόντισα  μάνα  του.  Νά τίς βάλλει  σέ  ενα  φάκελο  ,νά  τίς  ταχυδρομήσει  καί  θά  βρούνε  εκείνες  τόν  δρόμο  τους  καί  θά  πάνε  στήν  πικραμένη τήν  μάνα  του .Καί εκείνη  σάν  τίς  λάβει,  θά  πετάξει  η  καρδιά  της,  θά  φιλήσει  καί  θά  ματαφιλήσει  τό  γράμμα  .Θά  τό  κάνει  μούσκεμα μέ  τά  δάκρυά  της,θά  φιλέψει  τόν  ταχυδρόμο  μία  χούφτα  καρύδια από τήν κασέλα της.    Καί  υστερα,  παραπατώντας θά  τρέξει  στόν ..γραμματιζούμενο  νά  τίς  διαβάσει  τό  γράμμα. Καί  εσύ  ρέ  γραμματιζούμενε  πού  ξέρεις  τόν  καυμό  τής  γρηά -Παναγιώτενας,  βάλε  καί  λίγη....σάλτσα  στά  γραφούμενα. Γλύκανε  την  λίγο. Διάβασε  τάχα  μου  οτι  ο  αχαιρευτος  ειναι  καλά,  πώς  ειναι  παντρεμένος  πώς  εχει  παιδιά πώς καλοπερνάει,πώς εχει κούρσα πώς, πώς, πώς . Αλλά  πρόσεξε, μήν  ειπείς  πώς  τίς  στέλνει  καί  καμμιά  μονέδα, γιατί  η  πικραμένη  Παναγιώτενα μού  τό  ξεκοψε.

       Δέν  θέλει δεκάρα  τσακιστή, κι  ας  μήν  εχει  ..βραδυάς  αλάτι.Παρά  τήν πίκρα  της  καί  τήν  φτωχεια  της διατηρεί  τήν  περηφάνεια  της . Καί  αφού  ακούσει  καί  ξανακούσει  καί  μιά  καί  δυό  βολές  τό  διάβασμά  σου,  θά  πάρει  τό  τσαλακωμένο  γράμμα,  θά  τό  χώσει  στόν  κόρφο  της  από  εκεί  πού  βύζαξε  τήν  ζωή  ο  αχαιρευτος , καί  στερνά  θά  τό  φυλάξει  πού  αλλού; παρά  στά  εικονίσματα!
         Γράψε  δυό  λόγια  ρέ  Παντελή,σέ  αυτήν  τήν  ερημη  τήν  μάνα  σου  ,στείλε  της  δύο  αράδες, δώσε  της  λίγη  χαρά  πού  τίς  χρωστάς.Αλλά  κάνε  το  τώρα  πού  ειναι  ζωντανή ...!  Καί  αν  Παντελή  μου,  σού  ειναι  δύσκολο
νά  τό  κάνεις  αυτό,αν  τόν  πάγο  τής  ψυχής  σου  δέν  κατάφερα  νά  στόν  λυώσω,τότε  κάνε  κάτι  αλλο  ρέ  αχαιρευτε  !  Φανερώσου  στόν  υπνο  τής  γριάς  μάνας  σου  ,πού  από  τότε  πού χάθηκες  εγινε  ταραγμένος  παρουσιάσου  καί  κάνε  τις  νόημα .  Μάνα  μου  ολα  ειναι καλά.  Μήν  στενοχωριέσαι  καθόλου.  Καί  χαμογέλα , χαμογέλα , χαμογέλα , ισιαμε  νά  τήν  πάρει ο υπνος  ρέ ....αχαϊρευτε .!!!                                                                                                                                                      ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ.                                        andrianosleonidas.blogspot.com

     ===========================================================         

                      ΓΕΙΑ  ΣΟΥ .....ΜΕΓΑΛΕ ....!!!

  Τίς  μόδας  εγινε  καί  αυτό,  ενα  κοινωνικό  ξέσπασμα,  εκφράζεται  σέ  μιά  λέξη  πού  καταλήγει  νά  κυριαρχήσει σέ  ολη  τήν  χώρα. Από  ακρη  σέ  ακρη.  Κάτι  μεταξύ  μόδας  καί  ...γρίπης.    Ολοι  τήν  ιδια  λέξη. Συμφωνείς  δέν  συμφωνείς.  Αφού  τήν  λένε  ολοι  τήν  λές  καί  εσύ.  Ετσι  γιά  νά  ..εισαι μέσα,  καί  γιά  νά  μήν  ξεχωρίζεις  καί  σέ  ειπούνε  οι  αλλοι  απροσάρμοστο. 
          Προσαρμόζεσαι , λές  τήν  λέξη  πού  επικράτησε  καί  εισαι  ωραίος.Αποφεύγεις  τά  σχόλια  καί  εισαι  καί  εσύ  τής  μόδας,  Καί  ετσι  βλέπεις  ανθρωπους  σοβαρούς  κατά  τά  αλλα  καί  σού  πετάνε  τήν  προσφώνηση.    Γειά σου  μεγάλε.  Εσύ  απορείς,  διάβολε  ο  κ.  καθηγητήςτό  ειπε  αυτό?  Αλλά  καί  ο  γιατρός  τό  ιδιο  κάνει καί  δικηγόρος  επίσης,  καί  λίγο  πολύ  ολοι  ανδρες  καί  γυναίκες.  Σήμερα  ειναι  τής  μόδας  καί  κυριαρχεί  ο  ...μεγάλος.  Σηκώνεις  τό  τηλέφωνο , περπατάς  στόν  δρόμο  καί  ακούς  ..γειά  σου  μεγάλε!!  Γυρίζεις  νά  ειδείς  τόν  μεγάλο  βλέπεις  ενα  νοματέο,  μιά  χαψιά  ανθρωπο,  ενα  καί  σαράντα  μέ  τά  χέρια  στήν  ανάταση   η  ανεβασμένο  επάνω  στήν  καρέκλα  οπως  λέμε  τόν  ανθρωπο  εν  περιλήψει.  Ενα  αχαμνό  ανθρωπάκι.  Καί  αυτός  τεντώνεται  καί  καμαρώνει!!Ξέρει  πώς  πρόκειται  γιά  δούλεμα , αλλά  δούλεμα  ωραίο.  Τονωτικό.  Περπατάει  καί  πετάει.  Επί  τέλουςειναι  καί  αυτός  μεγάλος.  Τώρα  τί  μεγάλος ? ενας  θεός ξέρει.   Γιατί  μεγάλοι  υπάρχουνε  πολλοί.  Μεγάλοι  επιστήμονες,  μεγάλοι  γιατροί  μεγάλοι  δικηγόροι  μεγάλοι  εφευρέτες,,μεγάλοι  στό  μπόι  μεγάλοι στό  μυαλό.  Αλλά  καί  μεγάλοι  ψεύτες,   μεγάλοι  απατεώνες  μεγάλοι  κλέφτες  μεγάλοι  τρακαδόροι.  Ολοι  μεγάλοι  ειναι!!!Φτάνεις  νά  σταματήσεις  τήν  προσφώνηση  μέχρι  εκεί  στό  μεγάλε,, γιατί  αν  συνεχίσεις  παρακάτω  προβλέπω  κουτουπώματα  καί  καυγά   μεγάλο        Γειά  σου  μεγάλε!!!!                         
                                                                                                              ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
            andrianosleoniodas.blogspot.com

=======================================

        ΧΑΙΡΕΤΑ  ΜΑΣ  ΤΟΝ  .....ΠΛΑΤΑΝΟ....!!!

 

  

Γράφει ο Λεωνίδας Ανδριανός
από την εφημερίδα Τα νέα του Ελληνικού
των Απανταχού εξ Ελληνικού Γορτυνίας

Στην συνοικία των θεών, στην ιστορική και γραφική Πλάκα, στο τέρμα της οδού Αιόλου, και ακριβώς απέναντι από τους «αέρηδες», ή αλλιώς το ιστορικό ρολόι του Ανδρόνικου, που βρίσκεται μέσα στον χώρο της Ρωμαϊκής αγοράς, σώζεται μέχρι σήμερα μια χτιστή πέτρινη καμάρα, που είναι η είσοδος ενός ελεύθερου χώρου. Στον χώρο αυτό, ελειτουργούσε το πρώτο τούρκικο θρησκευτικό σχολείο, κάτι σαν ιερατική σχολή, ο λεγόμενος Μεντρεσές, όταν η Αθήνα, ήταν υπόδουλη στους Τούρκους. Αργότερα, το κτίριο αυτό, έγινε φυλακές. Εκεί εφυλακίστηκε, ο διαβόητος ληστής – λήσταρχος Μπίμπησης, ο οποίος μια ημέρα, εμφανίστηκε στον διευθυντή της φυλακής και του εζήτησε, να του επιτρέψει εκεί στην άκρη της αυλής, κοντά στην μάντρα να φυτέψει ένα πλάτανο. Ο διευθυντής, εδέχθηκε το αίτημα του, και του επέτρεψε να το φυτέψει.
Στην συνέχεια ο ληστής, κάθε ημέρα επότιζε, και επεριποιείτο τον πλάτανο. Αυτή η φροντίδα του ληστή προς τον πλάτανο, εκίνησε την περιέργεια του διευθυντή, και μια ημέρα τον ρώτησε, γιατί το έκανε αυτό. Ο ληστής έκρυβε καλά το μυστικό του! Το αποκάλυψε μόνο, όταν ο διευθυντής του έδωσε τον λόγο της τιμής του, ότι θα το σεβαστεί, όποιο και να είναι αυτό. Οι δυο άνδρες, δώσανε τα χέρια, και ο ληστής απεκάλυψε, ότι εφύτεψε εκεί και επότιζε τον πλάτανο, ελπίζοντας μια ημέρα να μεγαλώσει, και τότε εκείνος, να σκαρφαλώσει, και να πηδήξει έξω από την μάντρα και να δραπετεύσει!
Η πόρτα τού Μεντρεσέ οπως ειναι σήμερα
Το μυστικό δεν έμεινε για πολύ μυστικό. Κάποια στιγμή διέρρευσε, το έμαθαν οιΑθηναίοι, οι οποίοι το εθεώρησαν αστείο, και καθώς η φυλακή ήταν στο κέντρο της πόλης, επέρναγαν από εκεί, και κορόιδευαν τους φυλακισμένους, με τη γνωστή φράση «χαιρέτα μας τον πλάτανο»! Αλλά ο διευθυντής, εκτίμησε τόσο πολύ την ειλικρίνεια του ληστή, ώστε με εισήγηση που έκανε στο υπουργείο της Δικαιοσύνης, επέτυχε να του χαρίσουν έξι μήνες φυλάκιση.
Σήμερα, στον ερειπωμένο χώρο του Μεντρεσέ, δηλαδή της παλιάς φυλακής, στεγάζεται το μουσείο της λαϊκής μουσικής, ενώ στην μέση της μικρής πλακόστρωτης πλατείας, υπάρχει ένας πλάτανος, στην σκιά του οποίου πίνουνε την ρετσίνα τους, οι πελάτες μιας πολύ παλιάς πλακιώτικης ταβέρνας,, που και αυτή ονομάζεται «Πλάτανος»!
Και μια και ο λόγος για ληστές, πρέπει εδώ να ξεκαθαρίσουμε, ότι αυτοί οι ληστές-λήσταρχοι, δεν ήσαντε κατ’ ανάγκη κακοποιά στοιχεία, και δεν είχανε καμία σχέση, με τους σημερινούς ληστές.
Οι περισσότεροι από αυτούς, ήσαντε καπετάνιοι, παλικάρια, που είχανε διακριθεί στην καταπολέμηση των Τούρκων, τους οποίους το ανοργάνωτο και αδιάφορο κράτος, τους είχε εγκαταλείψει, και πολλοί από αυτούς, επέθαναν φτωχοί και στερημένοι. Άλλοι, πάλι, από αυτούς, καθώς γύριζαν στα βουνά,, ήσαντε ο φόβος και ο τρόμος, για όσους έκαναν αδικίες και εθησαύριζαν εκμεταλλευόμενοι, τον απλό κοσμάκη. Ελήστευαν τους πολύ πλούσιους και άδικους αφεντάδες, και τα χρήματα τα εμοίραζαν στους φτωχούς, στα ορφανά παιδιά, και επροίκιζαν φτωχές κοπέλες, και έκαναν διάφορες αγαθοεργίες.
Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν. Άλλαξαν και ο ληστές. Ληστές, υπάρχουνε και σήμερα, μόνο που δεν έχουνε χατζάρες και κουμπούρια, αλλά χαρτιά και καλαμάρια. Δεν έχουνε γένια και μουστάκια, αλλά είναι καλοξυρισμένοι, ή με λίγο έστω μουσάκι. Δεν φοράνε τσαρούχια, αλλά καλογυαλισμένα σκαρπίνια. Δεν κοιμούνται σε σπηλιές, αλλά σε πανάκριβες βίλες και κότερα (εφοπλιστές, σοσιαλιστές, καπιταλιστές). Δεν καβαλάνε άλογα, αλλά γυαλιστερές Μερσεντές. Δεν ληστεύουν τους πλούσιους αλλά το φτωχό κοσμάκη, και τα κρατικά ταμεία. Δεν τους λένε
ληστές, αλλά τοκογλύφους, τραπεζίτες και εκβιαστές!
Δεν τους τιμωρεί, και δεν τους φυλακίζει κανένας νόμος, και κανένα κράτος, γιατί κατάφεραν να γίνουν αυτοί οι ίδιοι …. Και ο νόμος και το κράτος!
                             ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
                             andrianosleonidas.blogspot,com                            
========================================================================
                                      ΤΟ  ΣΟΪ  ΜΟΥ ,  ΤΟ  ΣΟΪ   ΣΟΥ

                Λαγγούνιζε η  ασφαλτος μέσα  στό  Αθηναϊκό  καμίνι , καί  στό  νταλαμεσήμερο τά  τσίνορα εκλείνανε πού καί  πού στά  μάτια. Λγοκοιμότανε  ο  φίλος  στό  τιμόνι , μέχρι  πού  δέν  πρόλαβε καί  εγινε  η  ζημιά . Ενα  στριγγλό φρενάρισμα  ακούστηκε ,καί  ενα...ντούπ  .στήν  συνέχεια . Τά  δύο  γυαλιστερά  αμάξια ...φιλιθήκανε  ευτυχώς  ελαφρά... Οι περαστικοί , συνηθισμένοι  από  τέτοια τηράξανε  τήν  δουλειά  τους  καί  τράβηξαν  τόν  δρόμο  τους.   Κοντοστάθηκα !  Στή  στιγμή  οι  δύο  οδηγοί  πετάχτηκαν  εξω  καί  αρχισε  τό  ...νταβαντούρι !! 
  Στραβός  εισαι  ρεέέέ !!
Στραβός  εισαι  καί  φαίνεσαι  !!
  Ετσι  οδηγάνε  στό  χωριό  σου  ???
Σιγά  ρέ  Κωλονακιώτη ,  μέ  γειά  τά γουρνοτσάρουχα  ρέέέ .
Αντε  νά  μού  χαθείς  κόπανε.
Εγώ  νά  χαθώ  ρέ  μαλάκα  ??
Ναί  ρέ  εσύ  , γαμώ  τό  σόϊ  σου  μπουρντζόβλαχε.
Τί  ειπες  ρέέέ,  Τό  σόϊ  μου  ??  Τό  σόϊ  μου  ρέ ,  δέν  βγάνει  κάτι  μάπες  σάν  καί  εσένανε !!  Βγάζει  ωραίους .!!
Ναί  τό  βλέπω  σάν  καί   εσένανε !!
Μαζεύτηκαν  οι  περίεργοι  νάσου  καί  ο  αστυφύλακας.  Σταματήστε  κύριοι. Δέν  χάλασε  ο  κόσμος  αυτά  συμβαίνουν !!
Μού  εβρισε  τό  σόϊ  μου ,  πετάχτηκε  ο  κοιλαράς !! 
Καί  αυτός  τό  δικό  μου , απάντησε  ο  φαλάκρας .
Δίπλωμα  ταυτότητα  καί  ησυχία  ,ειπε  ο  αστυφύλακας . Δοθήκανε  τά  διπλώματα , δοθήκανε  καί  οι  ταυτότητες.  Γράφει  ο  αστυφύλακας ,Τάδε  Ταδόπουλος  τού  Τάδε .  Γουρλώνει  τά  μάτια  ο  κοιλαράς !!! Γουρλώνει  τά  μάτια  καί  ο  φαλάκρας !!!  Ασε  τίς  εξυπνάδες  ρέ  !!  Εγώ  ειμαι  ο  Τάδε  Ταδόπουλος  τού Τάδε !!   
  Τί  λές  μωρέ  αυτό  μάς  ελλειπε  , σιγά  μήν  μάς  ειπείς  οτι  εισαι  καί  τής  Τάδε.  
  Ναί  ρέ  τής  Τάδε  ειμαι , εσένα  τί  σέ  νοιάζει  ???
-  Στάσου ρέ,  τότε  εγώ  ποίος  ειμαι  ??  Τόν  πιάνει  από  τό  μανίκι  καί  τόν  τραβάει  παράμερα  !!
-  Ποίος  εισαι  ρέ  !!  Καί  από  ποιό  χωριό  , ρωτάει 
    κοιλαράς.
-- Εγώ  ειμαι  τού  Τάδε  καί  τής  Τάδε , από  τό  χωριό  τό Τάδε .
--  Ελα , μήν  μού  ειπείς,  καί  εγώ  από  εκεί  ειμαι !!
-- Εγώ  ειμαι  από  τόν  πέρα  μαχαλά .
 --  Καί εγώ  από  τόν  δώθε .
 -- Ρέ  ξάδελφε !!  Ρέ  συγγενή ! Ρέ πώς χαθήκαμε ρέ παλιόσογο , μία  μπουκιά  σέ  αφησα  μόλις  εφυγα από  τό  χωριό , καί τώρα...
-- Καί  σύ  ρέ  Μήτσιο , οταν  εφυγες από  τό χωριό  , ειχες κάτι        μπούκλες  στά  μαλλιά  καί  τώρα..! Πάς  καθόλου στό χωριό ??

--Μπά ,  πού  καί  πού ,στή  χάση  καί  στή  φέξη !!
-- Εσύ  στό  πανηγύρι ?  Μπά  καί  εγώ  τά  ιδια ,ειπε ο κοιλαράς.
--  Εεε , γιαυτό  χαθήκαμε ρέ  παλιοξάδερφε  !! Καί  ξέρεις
τώρα  συγνώμη, εγώ  εφταιγα  πού  σού  κόλησα  πίσω σου , πληρώνω  τήν  ζημιά .
  --  Σώπα  ρέ , εγώ  φταίω  πού  φρενάρησα απότομα !!
  -- Οχι  μήν  συζητάς  εγώ  φταίω .
  -- Σέ  παρακαλώ  δέν  φταίς  εσύ , εγώ  φταίω .
 --  Μπαίνει  στήν  μέση  ο  αστυφύλακας. Γειά  σιγά  ρέ  παιδιά,  κανείς  δέν  φταίει .Ουτε  ο  ενας , ουτε  ο  αλλος , φταίτε καί  οι  δύο , πού  δέν  πάτε  στό  χωριό  νά  βλεπόσαστε  νά  γνωριζόσαστε .
 --  Δίκιο  εχει  ο  ανθρωπος , ειπανε  καί  οι  δυό  μαζί , μέ  ενα  στόμα .Ραντεβού  στό  χωριό  λοιπόν , ραντεβού  στό  πανηγύρι  ξάδερφε , τήρα  μήν  ματαχαθούμε   ρέ !!. 
 -- Εγινε  συγγενή  μου  , τόκατο ρέ ,  τόκατο !!  Καί  πού  εισαι ,  κύρ  Αστυφύλακα, εισαι  καί  τού  λόγου  σου  καλεσμένος  μας  στό  χωριό  μας .
   Οχι , οχι  παιδιά  , δέν  ερχομαι , εγώ  θά  πάω  στό  χωριό  τό  δικό  μου , μήν  πάθω  τά  ιδια τά  δικά  σας  .
  Καί  εφυγε  σφυρίζοντας !!!
                                                    ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ 
( επρωτοδημοσιεύτηκε   στήν  εφημερίδα  τά  ΝΕΑ  ΤΟΥ  ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ )                            andrianosleonidas.blogspot.com                                                                                                                      =======================================================================


           
                        ΑΧΧΧ..ΡΕ ΨΕΥΤΗ ΑΡΧΑΓΓΕΛΕ....!!!
        Η  θειά Ασήμω ειχε από νωρίς χάσει τόν νοικοκύρη της. Εκείνη η ερμη η καρδιά του δέν αντεξε. Κάποια στιγμή τόν πρόδωσε,καί τόν εστειλε στόν κάτου κόσμο.Απριλιάτικα. Λίγο τό  πιώμα,λίγο οι κακουχίες,λίγο τό Αλβανικό,λίγο ο καϋμός του γιά τόν γυιό του τόν Κυριάκο,πού ητανε μακρυά -στήν αλλη ακρη τής γής στήν Αμερική-τού ραγίσανε τήν καρδιά του.Καί αυτή γονάτισε! Κάποια στιγμή τό πρόδωσε! Καί ητανε τόσο καλή! Καί εμεινε η θειά-Ασήμω,ερημη καί μοναχή! Νά κλαίει τόν γέρο. Καί νά περιμένει τόν νέο . Οπου νάναι θά φανεί!
            Μέ τούτη τή λαχτάρα,σκέψη,καί προσμονή,ξημεροβράδυαζε μέσα στό καλυβάκι της. Ρώταγε κάθε ημέρα τόν ταχυδρόμο,καί αραιά καί πού,λάβαινε τό γράμμα του.Τό διάβαζε,τό ξαναδιάβαζε, αλλά αυτό δέν τίς εφτανε.Εκείνη ηθελε τόν Κυριάκο της.Τόν ιδιο,τό καμάρι της.Νά τόν σφίξει στήν αγκαλιά της. Νά τόν φιλήσει,νά τού χαϊδέψει τά χέρια του,τό κεφάλι του,νά τού μιλήσει,νά ακούσει τήν λαλιά του.
  Αυτό ηθελε,ναί αυτό! Εκοβε τήν μαντζουράνα από τήν γλάστρα της, τήν απόθετε στήν εικόνα τής Παναγίας,καί δέν τίς ελεγε πολλά.Μόνο δύο λέξεις!  Εσύ Παναγίτσα μου,μάνα εισαι ξέρεις. Αυτό,τίποτα αλλο ! Καί βέβαια ηξερε η Παναγίτσα. Μόνο πού ο Κυριάκος της, από τήν αλλη ακρη τού κόσμου,τήν Αμερική,δέν ελεγε νά γυρίσει.Υποχρεώσεις βλέπεις. Παντρεμένος μέ ξένη γυναίκα,παιδιά,σχολεία,εξοδα! Πώς νά τά αποφασίσει.Γιατί καί η Αμερική δέν ειναι τό παραμύθι,οπως πολλοί νομίζουνε.Εχει καί τίς δυσκολίες της.Μεγάλες καί πολλές.Καί τά χρόνια κυλάγανε,καί η θειά-Ασήμω περίμενε.Δέν εχανε ομως τό κουράγιο της. Εγώ μωρέ θά ζήσω. Εγώ θά καρτεράω τόν Κυριάκο μου.Εγώ δέν θά πεθάνω,μού τόταξε ο Αρχάγγελος, Ειμαι παλιό κόκκαλο εγώ.Θά σπάσει τά δόντια του ο Χάρος γιά νά μέ φάει εμένα.Στό λαιμό θά τού κάτσω.Ελεγε καί ξανάλεγε,γελώντας από μόνη της,καί δείχνοντας τά φαφούτικα τά δόντια της. Καί ενα βράδυ,μά τί βράδυ.Βράδυ απριλιάτικο. Βράδυ μεγαλοβδομαδιάτικο,χτύπησε η πόρτα της,τήν ωρα πού ετοιμαζότανε νά πάει στήν εκκλησία.Σηκώθηκε αγάλι-αγάλι,καί μέ τήν μαγκούρα της σάλεψε τό ζεμπερέκι.Ηπόρτα ανοιξε,σκοτάδι ητανε,μέσα καί εξω από τό καλυβάκι της. Τί νά φωτίσει τό παλιολύχναρο. Μά μέ τό πού ανοιξε η πόρτα της,κάτι σάν νά αστραψε! Φεγγοβόλισε η χαμοκέλα της. Ενας αντρας,γελαστός,ορθιος,ισια με εκεί πάνω εστεκε μπροστά της. Ανοιξε τήν αγκαλιά του. Εσκυψε νά μπεί στή χαμοκέλα της. Αυτός ητανε ,ναί αυτός! Ο γυιός της τό παληκάρι της! Τήν αγκάλιασε, τόν αγλκάλιασε ! Παιδί καί μάνα εγίνανε ενα. Η θειά-Ασήμω δέν κρατήθηκε. Ελυσόδεσε τό μαύρο τό τσεμπέρι της,εσκουξε,δάκρυσε, εκλαψε,καί μιά καί δυό,καί πολλές φορές! Κυριάκο μου,αγόρι μου,πές μου πώς ειναι αλήθεια; Πές μου οτι δέ βλέπω,κανα παλιόνειρο! Τόν τράβηξε κοντά της,εκεί στόν καναπέ ,στό παραγώνι. Τόν ψηλάψισε,πόντο-πόντο. Οπως τότε πού τόν μεγάλωνε. Τόν χιλιοφίλησε,εβγαλε τό μιξομάντηλό της,καί σφούγγισε τά μάτια της. Καί εκείνος υπάκουε, Σάν μικρό παιδί στήν αγκαλιά της,οπως τότε. Ζύγωσε κοντά της λούφαξε στό στήθος της,επάνω στήν μπελερίνα της.Εκλεισε τά μάτια καί θυμήθηκε,οπως τότε.   Καί οχι μόνο θυμήθηκε,αλλά τά ειδε ολα,μέ τήν φαντασία του!! Γύρισε πίσω στά παλιά στά μικράτα του.
           Η θειά-Ασήμω,σύνέχισε νά μονολογάει,μά η φωνή της χάθηκε ,εκλαιγε βουβά,παράξενα,περίεργα!  Υστερα βγήκε οξω,στλην αυλή,καί φώναζε τίς γειτόνισες! Μωρή,Μαρία,μωρή Βούλα,ηρθε μωρή ηρθε ! Καί μέσα στήν ησυχη τήν απριλιάτικη νύχτα,αρχίσανε τά  σκυλιά νά αλυχτάνε, Καί γάβου-γάβου βούϊξε  ουλο τό χωριό.Αντιλάλησε η ρεματιά τάκουσε τό καταράχι. Ηρθε ο Κυριάκος τής θειά-Ασήμωωωωωωωςς. Γέμισε τό σπιτάκι της . Πρώτη φορά τόσος κόσμος μαζεμένος.Ηρθανε πολλοί,ηρθανε καί αλλοι,ηρθε ουλο τό χωριό. Μά γιά τήν θειά-Ασήμω,ηρθε η ανάσταση,κι' ας ητανε μεγαλοτετάρτη!! Ολοι γέλαγαν καί χαίρονταν,καί μόνο ο μακαρίτης ο γέρος της,δέν καταλάβαινε. Τούς τήραγε ολους απορημένοςαπό εκεί ψηλά,κολημένος στόν τοίχο,μέσα στό κάδρο του.Τό αλλο  βράδυ,παρέα μέ τόν Κυριάκο της,πήγε στήν ολονυχτία. Τούτη τήν φορά χωρίς τήν μαγκούρα της! Ακούμπαγε στό μπράτσο τού Κυριάκου της. Καί καμάρωνε,καί γέλαγε ολόκληρη,καί ο τόπος δέν τήν χώραγε, καί πιασμένη αγκαζέ καί αγάλι-αγάλι  συριάνισε ουλο τό χωριό,ουλες τίς ρούγες.  Νά ειδούν τόν γυιόκα της τόν λεβέντη της τό καμάρι της.Νά τό χωνέψουν,οτι ο γυιός της ζεί καί υπάρχει,δέν τήν ξέχασε  πού λέγανε οι φαρμακόγλωσσες.  Νάτονε,ψηλός,μελαχροινός,ιδιος ο μακαρίτης ο ανδρας της. Ετσι γιά νά σκάσουνε οι κουτσομπόλες. Νά καταπιούν τήν γλώσσα τους. Τόν γύρισε σέ ουλα τά σπίτια,τόν σύσταινε,καί καμάρωνε!  Μωρέ δέν σάς τόλεγα εγώ;;  Ρώταγε τούς αλλους. Δέν σάς τόλεγα οτι ο γυιός μου θά φανεί;;Δέν σάς τόλεγα οτι , μού εταξε ο Αρχάγγελος νά μήν μέ πάρει πρίν ερθει ο γυιός μου;;
             Γρήγορα περνάγανε οι λίγες ημέρες ,πού θά εμενε ο Κυριάκος στό χωριό. Στά ουράνια πέταγε η θειά-Ασήμω από τήν χαρά της. Μά ο καιρός επέρναγε, καί ο Κυριάκος επρεπε νά πάει στήν Τρίπολη , νά φτιάξει τά χαρτιά του. Νά βγάλει τό εισιτήριο τής επιστροφής . Μιά γυναίκα καί τρία παιδιά τόν περιμένανε,καί επρεπε νά λείψει κανα δυό μέρες. Κατέβασε τά μούτρα η θειά-Ασήμω,σάν τίς τό ειπε. Συγνέφιασε τό πρόσωπό της. Τί πάλι ερμη καί μοναχή;; Πάλι χωρίς τόν Κυριάκο της;;  Αλλά αυτός τήν παρηγόρησε. Κουραγιο μάνα,καί τού χρόνου θά ξανάρθω. Καί πού εισαι! θά σού φέρω καί τήν εγγόνα σου τήν Αση πού εχει καί τονομά σου.
            Καταχάρηκε η ερμη η γριά,πού θά τίς εφερνε καί τήν εγγονή της -εστω καί μέ τό κολοβό τό ονομα-καί ετσι καί μόνο ετσι,τούδωσε τό..λεύτερο!! Νά πάς παιδάκι μου νά πάς,καί ταχειά νά μήν ξεχάσεις νά μού φέρεις καί τήν εγγόνα μου τήν ...πώς τήν ειπες;;τήν Αση. Εγώ θά περιμένω Εχω κουράγιο. Δέν θά πεθάνω. Μού τόταξε ο Αρχάγγελος.  Πρωϊ-πρωϊ εφυγε ο Κυριάκος γιά νά φτιάξει τά χαρτιά του,καί νά λείψει κανα δυό μέρες.Τόν ξεπροβόδισε η μάνα του,ισια μέ τήν εξώπορτα,καί υστερα καθισμένη,στό χαγιάτι τόν τήραγε ισια πού χάθηκε στήν στροφή τού δρόμου. Δυό -τρείς φορές τόν σταύρωσε,καί τόν καλοτύχηζε. Καί πάνω εκεί,εννοιωσε μιά σωσμάρα,ενα σφάχτη μιά λιποθυμιά!! Κυριάκο,Κυριάκο,φώναξε μά ποιός νά τήν ακούσει .Εσβησε σάν τό  κεράκι τής Ανάστασης. Τήν βρήκανε πεθαμένη,επάνω στό χαγιάτι!! Τήν καϋμένη τήν θειά-Ασήμω. Αααχχχ ρέ ψεύτη Αρχάγγελε, εσύ πού εταξες πώς δέν θά πεθάνει,καί ψεύτισες,αααχχχ ρέ ψεύτη Αρχάγγελε εσύ πού ειπες πώς δέν θά τήν πάρεις, καί ψεύτησες!!!!
                                                                                                                                                                  ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
( πρωτοδημοσιεύτηκε στά ΝΕΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ τόν Μαϊο τού 1998 )
                                       andrianosleonidas.blogspot.com

=======================================
          

Σχόλια

Flag Counter