Ο ΞΕΝΟΣ
Γράφει ο ΛΕΩΝ.ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
Εκείνο
το καταμεσήμερο, στην αριστοκρατική γειτονιά με τα πλούσια στρωμένα
τραπέζια στις ευρύχωρες βεράντες και στα μπαλκόνια, που τα απολάμβαναν
και τα χαίρονταν οι βολεμένοι και οι φίλοι τους, ένας ξένος, ένα
απρόσκλητος – πράγματι – επισκέπτης, που η μυρωδιά της ψημένης μπριζόλας
του γαργάλισε την μύτη, πέρασε απαρατήρητος και χώθηκε μέσα στην
πολυκατοικία!. Ανέβηκε στους ορόφους και χτύπησε μια-δύο πόρτες,
γυρεύοντας βοήθεια.
Ξαφνιασμένοι,αι ενοχλημένοι οι βαρυστομαχιασμένοι νοικοκύριδες, πρόβαλαν στην πόρτα.
- Ντουλειά, ντουλειά, ακούστηκε να λέει ο ξένος, με τα πολύ άσχημα Ελληνικά του.
- Δουλειά,
δουλειά; και που να την βρούμε εμείς ρε μεγάλε: Τι είμαστε; Υπουργείο
Εργασίας; τον ειρωνεύτηκε ένας χωρατατζής κοιλαράς.
- Διώξε
τον μωρέ μεσημεριάτικα. Αιντε μπράβο! Αμάν πια, δεν σέβεται ούτε την
ησυχία μας. Δεν τον βλέπεις πώς βρωμάει.. και του έκλεισαν κατάμουτρα
την πόρτα .
- Ο
ξένος, που στο πολύ μακρινό χωριό του τον λέγανε Πίκο, ενώ εδώ τον
λέγανε ξένο, είχε γυναίκα και παιδιά όπως και εκείνοι, είχε ελπίδες και
ανάγκες, ακριβώς όπως και εκείνου. Είχε δικαίωμα στην ζωή και στην υγεία
, ακριβώς όπως και εκείνοι, μά δεν είχε δουλειά, δεν είχε φαί, δεν
είχε γιατρό, όπως είχανε εκείνοι. Έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, το
μυαλό θολωμένο, καί μέ τά πελώρια θλιμμένα μάτια του, βουρκωμένα ,και
το ηθικό του καταρακωμένο. Με ένα πόνο και μια πίκρα μέσα στην ψυχή
του,. τέτοια, που αφού δεν την γεύτηκαν, δεν μπορούσαν να νοιώσουν και
να καταλάβουν εκείνοι.
- Αλλά
τι να έκανε! Ήτανε βλέπεις ξένος, και κάτι του έλεγε μέσα του, ότι
έπρεπε να συνηθίσει για να αντιμετωπίσει και άλλες παρόμοιες άδικες ,και
πικρές συμπεριφορές. Προσπάθησε να κλάψει, αλλά και σε αυτό στάθηκε
άτυχος, γιατί τα δάκρυα του είχαν στερέψει. Στερέψανε από τότε, που
αφήνοντας πίσω τα παιδιά του, ίδια με παιδιά εκείνων ,και την γυναίκα
του, ίδια με την γυναίκα εκείνων, στριμωγμένος σε ένα άθλιο δουλεμπορικό
σαπιοκάραβο, έφτανε στην χώρα μας, αναζητώντας και ελπίζοντας στην
εξασφάλιση ενός μεροκάματου.
- Όχι
δηλαδή σπουδαία πράγματα! Ένα φτωχομεροκάματο, του έφτανε για να τον
κάνει ευτυχισμένο. Να του λύσει όλα του τα προβλήματα, τα δικά του και
της οικογένεια του. Να τον κάνει να νοιώσει μια κάποια σιγουριά. Μια
κάποια αξιοπρέπεια.
- Όχι,
όχι, δεν πίστευε πια σε κανένα παράδεισο, που κάποιοι απάνθρωποι,
αδίστακτοι και επιτήδειοι εκμεταλλευτές της ανθρώπινης ανάγκης και του
ανθρώπινου πόνου, σύγχρονοι γραβατοφορεμένοι δουλέμποροι, του
υποσχέθηκαν και τον έκαναν να ονειρεύεται.
- Δεν
ήθελε να θυμάται, πώς και γιατί έφθασε μέχρι εδώ. Αυτό τον πλήγωνε
πολύ! Αναρωτιότανε μόνο, αν από καλή ή κακή του μοίρα. Πάντως από
καλοσύνη όχι! Κανένας δεν αφήνει τον τόπο του και τους δικούς του, άμα
έχει εξασφαλίσει μια υποφερτή έστω , διαβίωση. Αν όχι για τον εαυτό του,
τουλάχιστον για τα παιδιά του.
- Αν
όμως δεν έχει; Τότε τι κάνει; Παίρνει τον οματιών του, και τα
συντριμμένα όνειρά του, γεμίζει τον νου του με ελπίδες, ζητάει προστασία
και στήριξη από τον Θεό, ( ποιό θεό ), και κυνηγημένος από τις ανάγκες
του, ξενητεύεται στην άκρη του κόσμου.
- Αυτό
έκανε και ο Πίκο. Μια ανθρωπινότερη ζωή αναζήτησε ως είχε δικαίωμα. Τα
ψίχουλα του τραπεζιού εκείνων ελυμπίστηκε. Τα ψίχουλα, που εκείνοι οι
βολεμένοι, τόσο σπάταλα πετάνε, Και ας είναι... . φτωχοί και οι ίδιοι!
Μα όμως, η μοίρα του τον καταδίωκε. Ούτε δουλειά ούτε ψίχουλα..
- Και
πορευότανε σέρνοντας τα βήματα του, στον πονεμένο δρόμο του, με την
δυστυχία και την κοινωνική απόρριψη, μόνιμη παρέα του. Με το στομάχι
του, ανυπόμονο και απαιτητικό, να γουργουρίζει ασταμάτητα. Με τα
ξεραμένα χείλη του και το στεγνό λαρύγγι του, να διψάνε. Το λιπόσαρκο
κορμί του, να τρέμει από το κρύο. Το μέτωπο του, να φλογίζεται από τον
πυρετό. Με τα μάτια του κλειστά, να βλέπει όνειρα. Με τα μάτια του
ανοιχτά, να βλέπει εφιάλτες. Της ανεργίας, της πείνας, της φτώχειας, της
διάκρισης. Και έτσι, παραπατώντας στο φαρδύ δρόμο, με τις
καλογυαλισμένες και αστραφτερές λιμουζίνες, και εξαντλημένος από την
πείνα καθώς ήτανε ,ακούμπησε σε μία από αυτές!.
- Κλέφτης, πρεζόνι, ληστής, ούρλιαξε ο βολεμένος ιδιοκτήτης της. Και σε λίγο, το περιπολικό τον συνέλαβε!
- Ο
ξένος - ο Πίκο- μη καταλαβαίνοντας από Ελληνικά, αλλά βλέποντας το
εχθρικό περιβάλλον δίπλα του, στάθηκε αμήχανος και φοβισμένος. Η σκέψη
του, πέταξε μακρυά του! Στην γυναίκα του, στα παιδιά του, στον τόπο του.
Από τα μάτια του, κύλησαν δύο δάκρυα. Ένοιωσε κυκλωμένος, ένοχος,
αδύναμος. Βάλθηκε μέσα του να παρακαλάει Να προσεύχεται. Ας τον
καταλάβουν λοιπόν. Ας τον λυπηθούν έστω. Προσπάθησε να μιλήσει αλλά πως;
Θυμήθηκε δύο λέξεις.
- Εγώ ντουλειά, μόνο ντουλειά!
- Ο
αστυνόμος, έλεγξε τα χαρτιά του και του τα ξαναέδωσε. Ο Πίκο, ο ξένος,
προς μεγάλη απογοήτευση των περίεργων και των βολεμένων , δεν ήτανε
ούτε πρεζόνι, ούτε κλέφτης, ούτε φονιάς, ούτε ληστής! Άλλο.. ελάττωμα
είχε. Ήτανε δηλαδή, από εκείνους, που κάποιοι ψευτοπολιτισμένοι και
επιεικώς ανεγκέφαλοι, πιστεύουν ότι το χρώμα καθορίζει και την ποιότητα
του ανθρώπου.
- Σαν
υπνωτισμένος συνέχισε τον δρόμο του, με την δυστυχία του παρέα. Σαν
απόηχος έφταναν στα αυτιά του, οι κραυγές των βολεμένων. Γιατί τον
άφησαν ελεύθερο; Γιατί δεν τον έκλεισαν φυλακή;
- ….
Σε λίγο, το τηλέφωνο της Αστυνομίας ξαναχτύπησε ,και το περιπολικό,
ξαναβρήκε στο διπλανό δρόμο πάλι τον Πίκο, αυτή την φορά μισολιπόθυμο,
κοκαλομένο και πεσμένο εκεί στην άκρη του δρόμου, ψαχουλεύοντας τις
σακούλες των σκουπιδιών. Μόνο, που τώρα δεν έλεγε «ντουλειά, ντουλειά»!
Τώρα φώναζα και « ψωμί, ψωμί»!
- Ο
αστυνόμος, τον οδήγησε στο περιπολικό και έφυγε για το κρατητήριο. Ίσως
εκεί να είναι καλύτερα, σκέφτηκε ο Πίκο, αφού ούτε οι άνθρωποι , ούτε η
κοινωνία, ούτε η πολιτεία, δεν είχανε τίποτα καλύτερο να του
προσφέρουν. Ούτε δουλειά, ούτε ψωμί, παρά μόνο το ..κρατητήριο.
- Τώρα
πια οι νοικοκυραίοι, μερικοί μάλιστα και πολύ θρήσκοι, μπορούσαν να
ησυχάσουν. Δεν είχανε τίποτα να φοβηθούν. Μπορούσαν να κοιμούνται
ήσυχοι. Εχθρός κατετροπώθη! Τάξις αποκαταστάθη !
- Α
ρε π….. κοινωνία, α ρε π… πολιτεία,α ρε βολεμένοι και θρήσκοι
υποκριτές. Το κάνατε και πάλι το θαύμα σας. Μόνο, που δεν σκεφτήκατε
λιγάκι και τα παιδιά του ξένου- ίδια κι εκείνα με τα δικά σας παιδιά-
που στην μακρινή πατρίδα τους, περιμένουν, απορούν και αναρωτιούνται:
Πότα θα έλθει ο πατέρας να χωθούνε στην αγκαλιά του; Να παίξουνε μαζί
του; Να τους πει το παραμύθι του κακού του λύκου; Να τους φέρει ρούχα,
φαί, παιχνίδια, που τους υποσχέθηκε φεύγοντας; Γιατί αργεί;
Γιατί,γιατί,γιατί………..
-
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
andrianosleonidas.blogspot.com
ΥΣΤ. Τό διήγημα Ο ΞΕΝΟΣ ελαβε μέρος σέ διαγωνισμό διηγήματος πού εγινε στό ΓΙΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ τίς Ν. Αφρικής οπου διαγωνίστηκαν Ελληνες από ολα τά μέρη τής γής . Διαγωνίστηκε μέ τό ψευδώνυμο ΑΡΚΑΣ καί ελαβε τό Γ βραβείο στίς23|09|03
========================================================================
ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ....ΓΚΑΣΤΡΩΜΑ......!!!!!!
Οταν τόν εστελνε γιά κανα θέλημα ,πήγαινε πού νά τόν πάνε....τέσερις ,ούλο χανότανε καί γύριζε ούλο πιομένος. Μιά φορά τόν εστειλε νά φέρει από τό μαγαζί, κάτι κανελογαρύφαλα,γιά νά φτιάξει λίγα κουλούρια, καί εκείνος εχάθη!! Πήγε γιά...μαμή καί εκατσε λεχώνα πού λένε. Ε,,,καί η Σταυρούλα, δέν αντεξε!. Βγήκε στόν δρόμο μέ τά ζυμάρια στά χέρια , καί πήγε φουριόζα-φουριόζα στό καφενείο. Βλέποντας ο Γιώργης ο γείτονας του νά ερχεται , μόλις πρόλαβε νά τού φωνάξει !!
Γιάννη ορέ Γιάννη διάβολε, η Σταυρούλα . Κρύψου κακομοίρη μου, κρύψου !! Σάν λάστιχο πετάχτηκε ορθιος ο Γιάννης, αλλά η Σταυρούλα, σβέλτη καί νευρική , τόν βούτηξε από τόν σβέρκο ,καί τόν εβαλλε νά...φιλήσει τό χώμα. Υστερα τόν σήκωσε σάν στημένη πατσιαβούρα , τόν εχωσε μέσα στά σκέλια της, τόν κράταγε σάν αρνί γιά σφάξιμο, καί τόν εκανε νά ξεράσει τό γάλα τής μάνας του. Τόν κοπάναγε στό ξεροκέφαλο του ,καί μιά καί δυό καί αλλες φορές, μέχρι πού τόν λυπήθηκε η ψυχή της.
Κανείς από τούς ανδρες στό καφενείο δέν τόλμησε, νά πάρει τόν Γιάννη από τά χέρια της, γιατί ολοι ξέρανε ,τί πάει νά ειπεί....Σταυρούλα. Μόνο αραιώσανε, τηράγανε, καί μετράγανε τίς κατακεφαλιές πού τού εδινε. Χάσου οβριέ , ανεπρόκοπε , μήν πατήσεις τό πόδι σου στό σπίτι ,καί πήγαινε νά βρης ψωμί νά φάς. Νά μήν σέ δώ στά μάτια μου !!
Ο Γιάννης, χάθηκε κανα μήνα, τόν ειδανε κάτω στά Καρυτινά τά ποτιστικά, πού ειχε κάτι πρωτοξάδελφα, καί μόνο σάν ημέρωσε η Σταυρούλα κοντά τού σταυρού , ανήμερα στήν γιορτή της , εκανε τόν σταυρό του , καί ξαναγύρισε στό χωριό σάν ζημιάρικο κουτάβι. Καί ενα πρωί , ενα ανοιξιάτικο πρωί , οι φωνές τής Σταυρούλας σηκώσανε τό χωριό στό πόδι !. Συνηθιμένα πράγματα , είπανε οι γείτονες, καί τηράξανε τήν δουλειά τους. Μά οι φωνές τής Σταυρούλας δέν λέγανε νά σταματήσουνε , καί ο αντίλαλος γύρισε ολο τό χωριό . Η Σταυρούλα, εβριζε τόν αντρα της !!! Μωρέ τρισκατάρατε, τί σούφταιξα μωρέ? πού νά σέ πάρει καί νά σέ σηκώσει? Τί μούκανες μωρέ ,πού νά σέ νεκροφιλήσω!! Αχ τί επαθα η ερμη , η στρίγγλα !Θεέ μου συγχώρα με τήν μαύρη !!Κρύψου κερατά, μήν σέ ματαειδώ στά μάτια μου !! Αν δέν σέ θάψω αποσπερού , Σταυρούλα νά μήν μέ λένε !
Τό πράγμα εσοβάρεψε ,καί τά παράθυρα ανοίξανε. Τά χαγιάτια, γεμίσανε από περίεργους γειτόνους πού εκαναν χάζι, νά ακούνε καί νά βλέπουνε τύν θειά -Σταυρούλα ορθια καταμεσίς στήν αυλή της μέ ενα φουρκόξυλο στό χέρι,νά σκούζει καί νά ...αρουλιέται. Ολοι ρωτάγανε ο ενας τόν αλλον !Τί εγινε μωρέ? Χαλασμός φονικό? Τί εγινε ? Αλλά ο Γιάννης εξαφανίστηκε, καί εγινε αφαντος από τό σπίτι. Πούθε εφυγε,καί πού σκαπέτησε,κανείς δέν τόν ειδε. Πάντως οχι από τήν πόρτα ! Ισως από τό παραπόρτι, η από τόν φράχτη ! Σέ λίγο, η Σταυρούλα σταμάτησε .Κλείστηκε στό σπίτι της ,ασφάλισε τά πορτοπαράθυρά της ,καί η γειτονιά ησύχασε. Καί μόνο αργά τό βράδυ, κατά τό σούρουπο, από ανυσηχία,αλλά καί από περιέργεια περισότερο,μιά γειτόνισα πρωτοκουτσομπόλα ,δρασκέλισε τήν εξώπορτα γιά νά ειδεί καί νά μάθει τί τής εκανε ο Γιάννης. Βρήκε τήν Σταυρούλα στό κρεβάτι, κουκουλωμένη μέ τήν παντανία, νά κλαίει μέ μαύρο δάκρυ. Από εδώ τήν εχει , από εκεί τήν εχει ,τήν ....ξεψάχνισε καί τίς μολόγησε τήν .....σουβή της πού επαθε από τόν ....κερατά τόν ανδρα της.
Τίς μολόγησε οτι ενα μεσημέρι πού μαζέυανε τίς ελιές οι δυό τους, πού τούς επιασε μιά αξαφνη μπόρα , πόυ κλειστήκανε μέσα στό καλύβι, πού επεφτε εκείνο τό ψιλόβροχο επάνω στή σκεπή στόν τσίγκο. Τότε πού η Σταυρούλα, κουρασμένη ..γλάρωσε καί εγειρε ιά λίγο επάνω στό κρεβάτι , καί τήν μισοπήρε ο υπνος καί ...λαγοκοιμήθηκε.
Εκείνος ο Βελζεβούλης ο αντρας της,, την ειχε βάλει από τήν μέσα μεριά , καί παναθεμάτονε , μέ τό λίγο βρέξε-βρέξε, καί τό λίγο..σπρώξε-σπρώξε , τάχα μου πώς σκιαζότανε τά αστραπόβροντα , τήν ειχε κολήσει στόν τοίχο, καί επάνω στήν κούραση της καί τό μισούπνι της ,παραδόθηκε τί νά εκανε -οργανισμό εχει καί αυτή -καί αφησε τόν Γιάννη νά.....βγάλει τα μάτια του. Και τώρα νά τά χαμπέρια! Βρέθηκε γκαστρωμένη μέ μιά κοιλιά ταβούλι .Μέ γκάστρωσε ο παλιοτουρκόγυφτας , μέ γκάστρωσε τήν δόλια, ελεγε καί ξανάλεγε κλαίγοντας. Η γειτόνισα τήν συμβούλεψε υπομονή, μέχρι νά τίς φέρει κάτι βότανα νά πιεί τό ζουμί τους γιά νά απορίξει , καί ουτε γάτα ουτε ζημιά.
andrianosleonidas.blogspot.com
===========================================================================
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
andrianosleonidas.blogspot.com
ΥΣΤ. Τό διήγημα Ο ΞΕΝΟΣ ελαβε μέρος σέ διαγωνισμό διηγήματος πού εγινε στό ΓΙΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ τίς Ν. Αφρικής οπου διαγωνίστηκαν Ελληνες από ολα τά μέρη τής γής . Διαγωνίστηκε μέ τό ψευδώνυμο ΑΡΚΑΣ καί ελαβε τό Γ βραβείο στίς23|09|03
========================================================================
ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ....ΓΚΑΣΤΡΩΜΑ......!!!!!!
Η οικογένεια τού Γιάννη τού Πίκουλα πολύ συχνά, μπορεί καί
κάθε ημέρα , γιά κάποια ασήμαντη αφορμή ακόμα καί γιά τό τίποτα
, εσήκωνε τήν γειτονιά στό πόδι. Οχι πώς ητανε κακοί
ανθρωποι. Οχι , πώς ητανε παλιόσογο!. Οχι οχι. Αλλά νά , μέ τό
παραμικρό αρπαζόσαντε , καί υστερα μονοιάζανε. Οι γύφτοι τά
μαλώματα , τάχουν γιά πανηγύρια πού λέει καί η παροιμία. Αλλά νά
, από τήν μιά μεριά ο Γιάννης ο [κακοξόδευτος], ο αχαμνός ο
τριπήθαμος πού τό μπόι του εφτανε ισια μέ τά βυζιά τής
Σταυρούλας , .Δ ιάβολος μεταμορφωμένος πειραχτήρι στό χωριό ,
ανεπρόκοπος , πρώτος στό φαί τελευταίος στή δουλειά,
ψωμοζήτουλας ,ξενοχωρίτης καί σώγαμπρος, προγκηγμένος από τό
χωριό του , ηρθε καί κούρνιασε στό σπίτι τής Σταυρούλας. Καί
από τήν αλλη τήν μεριά , η θειά Σταυρούλα ψηλή σπαθάτη,
νταρντανογυναίκα. , από περήφανο σόΪ δίκαιη καί σωστή , αυστηρή
στήν οψη καί στήν εκφραση, μέ λίγες καί σταράτες κουβέντες.
Αμα ειχες δίκηο , στό εδινε. Αμα ειχε , τό επαιρνε μέ τό
...μπαίρι της, καί δέν χαμπέριζε τί θά ειπεί ο πρόεδρος , ο
δάσκαλος , καί ο ...αστενόμος. Τούς εχω απαυτώσει ολους , ελεγε
μέ τό ..συμπάθειο.
Τώρα πώς ταίριαξε
καί στέριωσε εκείνο τό αταίριαστο ζευγάρι , μόνο ο θεός τό
ηξερε ,καΊ ο μακαρίτης ο γέρο - Κούκουρας ο προξενητής ,πού
ανάθεμά τονε , ειχε τόν τρόπο νά συνταιράζει ακόμα καί τά ποιό
αταίριαστα πράγματα . Συγκόλαγε τά πάντα χωρίς νά βάνει ουτε
κόλα ,καί δέν θά τού γλύτωνε ουτε ο δεσπότης, αμα
δέν...ταξίδευε από το πολύ τό πιώμα ο γερομπεκρούλιακας. Μέ
ενα παιδί απολυμένο φαντάρο ,καί μιά κόρη τής παντρειάς,,η θειά
-Σταυρούλα , μόνο νά γκαστρωθεί δέν ειχε στό μυαλό της . Ας
τήν.....φορτωνότανε κάθε φορά εκείνος ο ..βελζεβούλης ο Γιάννης
ο ανδρας της .! Εκείνη τίποτα!! Τού τό, ειχε ξεκόψει , μέ δυό
παιδιά πού ειχε --ζωή νάχουνε--μονάχη της τά ανάστησε καί τά
μεγάλωσε . Μήπως νοιάστηκε καθόλου ο αντρας της , ο ανεπρόκοπος??Οταν τόν εστελνε γιά κανα θέλημα ,πήγαινε πού νά τόν πάνε....τέσερις ,ούλο χανότανε καί γύριζε ούλο πιομένος. Μιά φορά τόν εστειλε νά φέρει από τό μαγαζί, κάτι κανελογαρύφαλα,γιά νά φτιάξει λίγα κουλούρια, καί εκείνος εχάθη!! Πήγε γιά...μαμή καί εκατσε λεχώνα πού λένε. Ε,,,καί η Σταυρούλα, δέν αντεξε!. Βγήκε στόν δρόμο μέ τά ζυμάρια στά χέρια , καί πήγε φουριόζα-φουριόζα στό καφενείο. Βλέποντας ο Γιώργης ο γείτονας του νά ερχεται , μόλις πρόλαβε νά τού φωνάξει !!
Γιάννη ορέ Γιάννη διάβολε, η Σταυρούλα . Κρύψου κακομοίρη μου, κρύψου !! Σάν λάστιχο πετάχτηκε ορθιος ο Γιάννης, αλλά η Σταυρούλα, σβέλτη καί νευρική , τόν βούτηξε από τόν σβέρκο ,καί τόν εβαλλε νά...φιλήσει τό χώμα. Υστερα τόν σήκωσε σάν στημένη πατσιαβούρα , τόν εχωσε μέσα στά σκέλια της, τόν κράταγε σάν αρνί γιά σφάξιμο, καί τόν εκανε νά ξεράσει τό γάλα τής μάνας του. Τόν κοπάναγε στό ξεροκέφαλο του ,καί μιά καί δυό καί αλλες φορές, μέχρι πού τόν λυπήθηκε η ψυχή της.
Κανείς από τούς ανδρες στό καφενείο δέν τόλμησε, νά πάρει τόν Γιάννη από τά χέρια της, γιατί ολοι ξέρανε ,τί πάει νά ειπεί....Σταυρούλα. Μόνο αραιώσανε, τηράγανε, καί μετράγανε τίς κατακεφαλιές πού τού εδινε. Χάσου οβριέ , ανεπρόκοπε , μήν πατήσεις τό πόδι σου στό σπίτι ,καί πήγαινε νά βρης ψωμί νά φάς. Νά μήν σέ δώ στά μάτια μου !!
Ο Γιάννης, χάθηκε κανα μήνα, τόν ειδανε κάτω στά Καρυτινά τά ποτιστικά, πού ειχε κάτι πρωτοξάδελφα, καί μόνο σάν ημέρωσε η Σταυρούλα κοντά τού σταυρού , ανήμερα στήν γιορτή της , εκανε τόν σταυρό του , καί ξαναγύρισε στό χωριό σάν ζημιάρικο κουτάβι. Καί ενα πρωί , ενα ανοιξιάτικο πρωί , οι φωνές τής Σταυρούλας σηκώσανε τό χωριό στό πόδι !. Συνηθιμένα πράγματα , είπανε οι γείτονες, καί τηράξανε τήν δουλειά τους. Μά οι φωνές τής Σταυρούλας δέν λέγανε νά σταματήσουνε , καί ο αντίλαλος γύρισε ολο τό χωριό . Η Σταυρούλα, εβριζε τόν αντρα της !!! Μωρέ τρισκατάρατε, τί σούφταιξα μωρέ? πού νά σέ πάρει καί νά σέ σηκώσει? Τί μούκανες μωρέ ,πού νά σέ νεκροφιλήσω!! Αχ τί επαθα η ερμη , η στρίγγλα !Θεέ μου συγχώρα με τήν μαύρη !!Κρύψου κερατά, μήν σέ ματαειδώ στά μάτια μου !! Αν δέν σέ θάψω αποσπερού , Σταυρούλα νά μήν μέ λένε !
Τό πράγμα εσοβάρεψε ,καί τά παράθυρα ανοίξανε. Τά χαγιάτια, γεμίσανε από περίεργους γειτόνους πού εκαναν χάζι, νά ακούνε καί νά βλέπουνε τύν θειά -Σταυρούλα ορθια καταμεσίς στήν αυλή της μέ ενα φουρκόξυλο στό χέρι,νά σκούζει καί νά ...αρουλιέται. Ολοι ρωτάγανε ο ενας τόν αλλον !Τί εγινε μωρέ? Χαλασμός φονικό? Τί εγινε ? Αλλά ο Γιάννης εξαφανίστηκε, καί εγινε αφαντος από τό σπίτι. Πούθε εφυγε,καί πού σκαπέτησε,κανείς δέν τόν ειδε. Πάντως οχι από τήν πόρτα ! Ισως από τό παραπόρτι, η από τόν φράχτη ! Σέ λίγο, η Σταυρούλα σταμάτησε .Κλείστηκε στό σπίτι της ,ασφάλισε τά πορτοπαράθυρά της ,καί η γειτονιά ησύχασε. Καί μόνο αργά τό βράδυ, κατά τό σούρουπο, από ανυσηχία,αλλά καί από περιέργεια περισότερο,μιά γειτόνισα πρωτοκουτσομπόλα ,δρασκέλισε τήν εξώπορτα γιά νά ειδεί καί νά μάθει τί τής εκανε ο Γιάννης. Βρήκε τήν Σταυρούλα στό κρεβάτι, κουκουλωμένη μέ τήν παντανία, νά κλαίει μέ μαύρο δάκρυ. Από εδώ τήν εχει , από εκεί τήν εχει ,τήν ....ξεψάχνισε καί τίς μολόγησε τήν .....σουβή της πού επαθε από τόν ....κερατά τόν ανδρα της.
Τίς μολόγησε οτι ενα μεσημέρι πού μαζέυανε τίς ελιές οι δυό τους, πού τούς επιασε μιά αξαφνη μπόρα , πόυ κλειστήκανε μέσα στό καλύβι, πού επεφτε εκείνο τό ψιλόβροχο επάνω στή σκεπή στόν τσίγκο. Τότε πού η Σταυρούλα, κουρασμένη ..γλάρωσε καί εγειρε ιά λίγο επάνω στό κρεβάτι , καί τήν μισοπήρε ο υπνος καί ...λαγοκοιμήθηκε.
Εκείνος ο Βελζεβούλης ο αντρας της,, την ειχε βάλει από τήν μέσα μεριά , καί παναθεμάτονε , μέ τό λίγο βρέξε-βρέξε, καί τό λίγο..σπρώξε-σπρώξε , τάχα μου πώς σκιαζότανε τά αστραπόβροντα , τήν ειχε κολήσει στόν τοίχο, καί επάνω στήν κούραση της καί τό μισούπνι της ,παραδόθηκε τί νά εκανε -οργανισμό εχει καί αυτή -καί αφησε τόν Γιάννη νά.....βγάλει τα μάτια του. Και τώρα νά τά χαμπέρια! Βρέθηκε γκαστρωμένη μέ μιά κοιλιά ταβούλι .Μέ γκάστρωσε ο παλιοτουρκόγυφτας , μέ γκάστρωσε τήν δόλια, ελεγε καί ξανάλεγε κλαίγοντας. Η γειτόνισα τήν συμβούλεψε υπομονή, μέχρι νά τίς φέρει κάτι βότανα νά πιεί τό ζουμί τους γιά νά απορίξει , καί ουτε γάτα ουτε ζημιά.
Αλλά τό μυστικό αμα τό ξέρει ενας , τό ξέρει ενας .Αμα τό
ξέρουνε δύο , τό ξέρουνε εικοσι δύο, δηλαδη ολο τό χωριό !Σέ
λίγες ημέρες, τήν αντάμωσε ο παπάς στό δρόμο , τίς μίλησε μέ
κάτι θεοτικά λόγια , οπως ...ευλογημένος ο καρπός τής κοιλίας σου
, καί κάτι τέτοια πού η Σταυρούλα τά ακουγε.....βερεσέ , αλλά
καί φουρκισμένη ,γιατί αναρωτιότανε πού στό δαίμονα τό εμαθε
εφτούνος. Τόν τήραξε λοξά-λοξά ,αειντε παράταμε κι εσύ παπά,
γιατί στά εχω μαζεμένα κι εσένα, γιατί θυμήθηκε,οτι πέρυσι
τέτοιον καιρό , γιά τό μνημόσυνο τού πατέρα της, τίς γύρεψε
δέκα κιλά σιτάρι. Τότε η Σταυρούλα εφριξε , καί τού ειπε : Οχι
παπούλη μου , καλίτερα νά ταίσω πέντε ορφανά , καί ας αφήσω
αψαλτο τόν πατέρα μου .Ο θεός θά καταλάβει καί χωρίς
μνημόσυνο.
Τ'ο πάθημα τής θειά -Σταυρούλας
,αν καί μυστικό, τόμαθε ολο τό χωριό , βούηξαν οι γειτονιέ, καί
μόνο η καμπάν, νά εχεις καί τό στερνοπούλι σου καί κάτι η
μαμή πού τήν περίμενε ετούτη τήν γέννα γιά δικό της διάφορο ,
κάτι πού η Σταυρούλα πού πίστευε οτι τό νά ...απορίξει ητανε
σατανικό πράγμα , γιατί πίστευε εστω καί αν δέν τό εδειχνε,
κατά βάθος ητανε θεοφοβούμενη , περισσότερο από κάποιες μέ τούς
μεγάλους στατρούς, τήν γλύτωσε τό... μουλόπιασμα ο Πάνος , οπως
τόν βάφτισε αργότερα .
Τί πάει νά ειπεί δέν τό ηθελε? Δέν τό ηθελε νά ερθη !
Τώρα ομως πού ηρθε , παιδί της ητανε !Αιμα από τό αιμα της
!Τό γέννησε τό αγάπησε ,τό ανάθρεψε, αλλά η φούρκα της δέν
τίς πέρασε. Ο θυμός της δέν μαλάκωσε. Γιατί τό παιδί οσο
μεγάλωνε - ολοι τό λέγανε-ητανε φτυστός αυτ, πού τόν μάζεψε στό
χωριό καί τόν φόρτωσε στήν ερμη τήν Σταυρούλα ,νά
βασανίζεται..
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
andrianosleonidas.blogspot.com
===========================================================================
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου