Λεων. Ανδριανός : ΝΤΑΝ - ΝΤΑΝ - ΝΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΚΑΡΑΜΕΛΑΣ !


...
ΝΤΑΝ - ΝΤΑΝ - ΝΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΚΑΡΑΜΕΛΑΣ
-Δέν ξέρω αν ο μπάρμπας   ητανε τόσο σπαγγόραμα οσο τόν μολογάγανε οι μεγάλοι! Δέν ξέρω αν ειχανε δίκαιο πού τόν λέγανε δεκαροχάφτη, φραγκοφονιά, καί ψεύτη !
-Σέ εμάς ομως τά παιδιά, οταν τύχαινε νά εχουμε ενα νιτερέσιο μαζί του, δέν ειχαμε παράπονο !
-Ητανε συνεπής καί κράταγε τόν λόγο του . Καί τά μύγδαλα πού μάς εταζε μάς εδινε, οταν τόν βοηθάγαμε νά τινάξει τίς μυγδαλιές του, λίγα σύκα πού καί πού, ενα τσαμπί ξυνοστάφιλο,κανα ξεράχλαδο, καί γενικά δέν ειχαμε νά χάσουμε οταν  μάς εβανε νά κάνουμε τού κόσμου τίς αγγαρείες .
-Νά καθαρίσουμε τό χωράφι του, από τίς πέτρες, νά τίς κουβαλήσουμε νά χτίσει μάντρες, νά πάμε νά φέρουμε τά αλογα πού εισαντε χαμένα στό λόγγο! Νά, νά, νά, τέλος πάντων, ολο καί κάτι μάς εφίλευε, ο μπάρμπας ο σπάγγος ο τσιφούτης πού τόν ελεγαν οι μεγάλοι.
-Λεφτά ομως ποτέ,ουτε μία φορά! Αλλά εμείς λεφτά θέλαμε, ο Μαλέας περίμενε. Λεφτά γιά νά πάρουμε  καραμέλες! Μύγδαλα κί συκοστάφυλα, δέν μάς ελλειπαν. Στό κάτου-κάτου, τά κλέβαμε απόι τά γύρω δένδρα, καί πολλές φορές από τά ιδια τά δικά του !
- Λεφτά ομως γιά καραμέλες πού νά βρούμε; Εεέ πού νά βρούμε;
-Γιαυτό μιά ημέρα τό ειπαμε! Μπάρμπα, φτάνουν τά συκοστάφυλα, χορτάσαμε από δαύτα, ασε πού μάς εχει ταράξει καί η ευκοιλιότητα ! Εμείς λεφτά θέλουμε, λεφτά γιά νά πάρουμε καραμέλες, κόκκινες, πράσινες, γλυκές, γυαλιστερές!
-Ο μπάρμπας, μάρκα μ΄ εκαψες, λές καί τό περίμενε!
-Καραμέλες θέλουτε ;  Ναιίίί!
-Στργγυλές, μακρουλές, γλυκιές, γυαλιστερές;  Ναίίίί !
-Εν τάξη λοιπόν, θά κουβαλήσεται αυτές τίς πέτρες, ενα μικρό τρόχαλο,καί θά πάου στήν Μεγαλόπολη νά σάς φέρω καραμέλες στρογγυλές, μακρουλές,γυαλιστερές, γλυκές!
-Εν τάξη; Εν τάξη !
-Λαχταρίσαμε πού θά μάς εφερνε καραμέλες, ριχτήκαμε στήν δουλειά, ματώσανε τά χέρια μας, πόνεσε  μέση μας.
- Ημέρα καί νύχτα, καραμέλες ονειρευόμαστε, καί καρτερήγαμε τόν ερχομό του από τήν Μεγαλόπολη, ωσπου κατά τό απομεσήμερο, ξαγνάντισε νά  ερχεται καβάλα στόι γαϊδούρι.
- Τρίψαμε τά χέρια μας, ρεντζέλισαν τά σάλια μας, καί κυκλώσαμε τό γαϊδούρι,  ξεκρεμάσαμε τό σακκούλι, εκείνο τό φουσκωτό μέ τίς καραμέλες, καί περιμέναμε τόν μπάρμπα νά μάς τίς μοιράσει, νά μάς γεμίσει τίς τσέπες νά βάλουμε καί στήν κωλότσεπη, νά γεμίσουμε καί τίς χούφτες μας !
- Καί απάνου εκεί, ακούμε τόν μπάρμπα νά λέει:
-Αχ παιδιά μου τί επαθα !Αχ παιδιά μου τί ατυχία!
-Τί επαθες μπάρμπα, τί επαθες; ρωτήσαμε πέντε στόματα μαξί.
-Τό πρωϊ πού πήγα στήν Μεγαλόπολη, τί ακούω παιδιά μου, τί ακούω !
-Τί ακούς μπάρμπα, τί ακούς; ρωτήσαμε πέντε στόματα μαζί.
-Ακούω τήν καμπάνα νά βαράει, ντάν, ντάν, ντάν, πέθανε ο καραμελάς,  καί εκανε τόν σταυρό του!
-Αστροπελέκι, επεσε στό κεφάλι μας, αλλά τί νά κάνουμε, κάναμε καί εμείς τόν σταυρό μας, ειπαμε,  θεός συγχωρέστονε, καί αναθεματίζαμε τήν τύχη μας,πού πέθανε ο καραμελάς, καί χάσαμε τίς καραμέλες !

ΛΕΩΝΙΔΑΣ Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
( πρωτοδημοσιεύτηκε στά Νέα τού Ελληνικού )








      







 












Σχόλια

Flag Counter