Λεων. Ανδριανός : ΑΧΧ ΡΕ ΨΕΥΤΗ ΑΡΧΑΓΓΕΛΕ !!


 

.. ... ... Αχχχ ...ΡΕ ΨΕΥΤΗ ΑΡΧΑΓΓΕΛΕ....!!!
. .... .... . ( μολογάει ο Λεων. Ανδριανός)
-- Η θειά Ασήμω ειχε από νωρίς χάσει τόν νοικοκύρη της. Εκείνη η ερμη η καρδιά του δέν αντεξε. Κάποια στιγμή τόν πρόδωσε, καί τόν εστειλε στόν κάτου κόσμο. Πασχαλιάτικα!! 
--. Λίγο τό πιώμα, λίγο οι κακουχίες, λίγο ο στρατός, λίγο ο καϋμός του γιά τόν γυιό του τόν Κυριάκο, πού ητανε μακρυά - στήν αλλη ακρη τής γής στήν Αμερική- τού ραγίσανε τήν καρδιά του ! Καί αυτή γονάτισε! Κάποια στιγμή τόν πρόδωσε! Καί ητανε τόσο καλή! Καί εμεινε η θειά-Ασήμω, ερημη καί μοναχή! Νά κλαίει τόν γέρο. Καί νά περιμένει τόν νέο!  Οπου νάναι θά φανεί!
--Μέ τούτη τή λαχτάρα,σκέψη,καί προσμονή, ξημεροβράδυαζε μέσα στό καλυβάκι της.  Καρτέραγε κάθε ημέρα τόν ταχυδρόμο, καί αραιά καί πού, λάβαινε τό γράμμα του! Τό διάβαζε,τό ξαναδιάβαζε, αλλά αυτό δέν τίς εφτανε. Εκείνη ηθελε τόν Κυριάκο της. Τόν ιδιο,τό καμάρι της. Νά τόν σφίξει στήν αγκαλιά της ,νά τού μιλήσει,νά ακούσει τήν λαλιά του.
-- Αυτό ηθελε, ναί αυτό! Εκοβε τήν μαντζουράνα από τήν γλάστρα της, τήν απόθετε στήν εικόνα τής Παναγίας, καί δέν τίς ελεγε πολλά. Μόνο δύο λέξεις! Εσύ Παναγίτσα μου, μάνα εισαι νογάς τόν πόνο μου!. Αυτό,τίποτα αλλο ! Καί βέβαια ηξερε η Παναγίτσα. Μόνο πού ο Κυριάκος της, από τήν αλλη ακρη τού κόσμου,τήν Αμερική,δέν ελεγε νά γυρίσει !
-- Υποχρεώσεις βλέπεις. Παντρεμένος μέ ξένη γυναίκα, παιδιά, σχολεία, εξοδα! Πώς νά τά αποφασίσει. Γιατί καί η Αμερική δέν ειναι τό παραμύθι, οπως πολλοί νομίζουνε. Εχει καί τίς δυσκολίες της. Μεγάλες καί πολλές.!
--Καί τά χρόνια κυλάγανε,καί η θειά-Ασήμω περίμενε. Δέν εχανε ομως τό κουράγιο της!  Εγώ μωρέ θά ζήσω ! Εγώ θά καρτεράω τόν Κυριάκο μου. Εγώ δέν θά πεθάνω, μού τόταξε ο Αρχάγγελος, Ειμαι παλιό κόκκαλο ελόγου μου! Θά σπάσει τά δόντια του ο Χάρος γιά νά μέ φάει εμένα. Στό λαιμό θά τού κάτσω. Ελεγε καί ξανάλεγε,γελώντας από μόνη της,καί δείχνοντας τά φαφούτικα τά δόντια της.
--Καί ενα βράδυ,μά τί βράδυ. Βράδυ απριλιάτικο.
-- Βράδυ μεγαλοβδομαδιάτικο,χτύπησε η πόρτα της, τήν ωρα πού ετοιμαζότανε νά πάει στήν εκκλησία.  Σηκώθηκε αγάλι-αγάλι,καί μέ τήν μαγκούρα της, σάλεψε τό ζεμπερέκι. Η πόρτα ανοιξε, σκοτάδι ητανε, μέσα καί εξω από τό καλυβάκι της. Τί νά φωτίσει τό παλιολύχναρο. Μά μέ τό πού ανοιξε η πόρτα της, κάτι σάν νά αστραψε! Φεγγοβόλισε η χαμοκέλα της. Ενας αντρας, γελαστός, ορθιος, ισια με εκεί πάνω εστεκε μπροστά της. Ανοιξε τήν αγκαλιά του! Εσκυψε νά μπεί στή χαμοκέλα της.
-- Αυτός ητανε ,ναί αυτός! Ο γυιός της τό παληκάρι της! Τήν αγκάλιασε, τόν αγλκάλιασε ! Παιδί καί μάνα εγίνανε ενα!
-- Η θειά-Ασήμω δέν κρατήθηκε. Ελυσόδεσε τό μαύρο τό τσεμπέρι της, εσκουξε, δάκρυσε, εκλαψε,καί μιά καί δυό,καί πολλές φορές!
-- Κυριάκο μου,αγόρι μου, πές μου πώς ειναι αλήθεια; Πές μου οτι δέ βλέπω, κανα παλιόνειρο! Τόν τράβηξε κοντά της,εκεί στόν καναπέ ,στό παραγώνι. Τόν πασπάτεψε,πόντο-πόντο! -Οπως τότε πού τόν μεγάλωνε. Τόν χιλιοφίλησε, εβγαλε τό μιξομάντηλό της, καί σφούγγισε τά μάτια της. Καί εκείνος υπάκουε!  Σάν μικρό παιδί στήν αγκαλιά της,οπως καί τότε. !! --Ζύγωσε κοντά της, λούφαξε στό στήθος της, επάνω στήν μπελερίνα της. Εκλεισε τά μάτια καί θυμήθηκε, οπως τότε. Καί οχι μόνο θυμήθηκε, αλλά τά ειδε ολα,μέ τήν φαντασία του!! Γύρισε πίσω στά παλιά στά μικράτα του.
-- Η θειά-Ασήμω, σύνέχισε νά μονολογάει, μά η φωνή της χάθηκε ,εκλαιγε βουβά, παράξενα, περίεργα! Υστερα βγήκε οξω, στήν αυλή,καί φώναζε τίς γειτόνισες!
-- Μωρή Μαρία, μωρή Βούλα, - ηρθε μωρή ηρθε ! Καί μέσα στήν ησυχη τήν απριλιάτικη νύχτα, αρχίσανε τά σκυλιά νά αλυχτάνε, Καί γάβου-γάβου βούϊξε ουλο τό χωριό. Αντιλάλησε η ρεματιά τάκουσε τό καταράχι.
--Ηρθε ο Κυριάκος τής θειά-Ασήμωωωωωωωςς. Γέμισε τό σπιτάκι της ! Πρώτη φορά τόσος κόσμος μαζεμένος. Ηρθανε πολλοί, ηρθανε καί αλλοι, ηρθε ουλο τό χωριό. Μά γιά τήν θειά-Ασήμω, ηρθε η ανάσταση, κι' ας ητανε μεγαλοτετάρτη!! --Ολοι γέλαγαν καί χαίρονταν, καί μόνο ο μακαρίτης ο γέρος της, δέν καταλάβαινε. Τούς τήραγε ολους απορημένος από εκεί ψηλά, κολημένος στόν τοίχο, μέσα στό κάδρο του, μέ τίς μουστάκες του, νά βγαίνουν εξω από αυτό.!
-- Τό αλλο βράδυ, παρέα μέ τόν Κυριάκο της, πήγε στόν επιτάφιο ! . Τούτη τήν φορά χωρίς τήν μαγκούρα της! Ακούμπαγε στό μπράτσο τού Κυριάκου της! Καί καμάρωνε, καί γέλαγε ολόκληρη, καί ο τόπος δέν τήν χώραγε, καί πιασμένη αγκαζέ καί αγάλι-αγάλι συριάνισε ουλο τό χωριό, ουλες τίς ρούγες.
-- Νά ειδούν τόν γυιόκα της, τόν λεβέντη της τό καμάρι της. Νά τό χωνέψουν, οτι ο γυιός της ζεί καί υπάρχει, δέν τήν ξέχασε πού λέγανε οι φαρμακόγλωσσες.
-- Νάτονε,ψηλός, μελαχροινός, ιδιος ο μακαρίτης ο ανδρας της. Ετσι γιά νά σκάσουνε οι κουτσομπόλες. Νά καταπιούν τήν γλώσσα τους! Τόν γύρισε σέ ουλα τά σπίτια, τόν σύσταινε,καί καμάρωνε! Μωρέ δέν σάς τόλεγα εγώ;; Ρώταγε τούς αλλους. Δέν σάς τόλεγα οτι ο γυιός μου θά φανεί;; Δέν σάς τόλεγα οτι , μού εταξε ο Αρχάγγελος νά μήν μέ πάρει πρίν ερθει ο γυιός μου;;
-- Γρήγορα περνάγανε οι λίγες ημέρες, πού θά εμενε ο Κυριάκος στό χωριό. Στά ουράνια πέταγε η θειά-Ασήμω από τήν χαρά της. Μά ο καιρός επέρναγε, καί ο Κυριάκος επρεπε νά πάει στήν Τρίπολη, νά φτιάξει τά χαρτιά του. Νά βγάλει τό εισιτήριο τής επιστροφής! Μιά γυναίκα καί τρία παιδιά τόν περιμένανε, καί επρεπε νά λείψει κανα δυό μέρες. Κατέβασε τά μούτρα η θειά-Ασήμω, σάν τίς τό ειπε. Συγνέφιασε τό πρόσωπό της! Τί, πάλι ερμη καί μοναχή;; Πάλι χωρίς τόν Κυριάκο της;; 
- Αλλά αυτός τήν παρηγόρησε. Κουράγιο μάνα, καί τού χρόνου θά ματάρθω!  Καί πού εισαι! θά σού φέρω καί τήν εγγόνα σου τήν Αση, πού εχει καί τονομά σου.
-- Καταχάρηκε η ερμη η γριά,πού θά τίς εφερνε καί τήν εγγονή της - εστω καί μέ τό κολοβό τό ονομα- καί ετσι καί μόνο ετσι, τούδωσε τό..λεύτερο!! Νά πάς παιδάκι μου νά πάς,καί ταχειά νά μήν ξεχάσεις νά μού φέρεις καί τήν εγγόνα μου τήν ...πώς τήν ειπες;; τήν Αση.
--Εγώ θά περιμένω!  Εχω κουράγιο. Δέν θά πεθάνω. Μού τόταξε ο Αρχάγγελος.
--Πρωϊ-πρωϊ εφυγε ο Κυριάκος γιά νά φτιάξει τά χαρτιά του, καί νά λείψει κανα δυό μέρες. Τόν ξεπροβόδισε η μάνα του, ισια μέ τό μεγαλο κοτρώνι, ισια πού χάθηκε στήν στροφή τού δρόμου. Δυό -τρείς φορές τόν σταύρωσε, καί τόν καλοτύχηζε. 
-- Καί τώρα, καθισμένη  στό χαγιάτι της πάνω εκεί, εννοιωσε μιά σωσμάρα, ενα σφάχτη μιά λιποθυμιά!! 
-- Κυριάκο,Κυριάκο, φώναξε μά ποιός νά τήν ακούσει ! Εσβησε σάν τό κεράκι τής Ανάστασης. Τήν βρήκανε πεθαμένη, επάνω στό χαγιάτι!!  Τήν καϋμένη τήν θειά-Ασήμω.!
-- Αααχχχ ρέ ψεύτη Αρχάγγελε, αχ ρέ ψεύτη αρχάγγελε, εσύ πού εταξες πώς δέν θά πεθάνει, καί ψεύτισες!
-- Ααααχχχ ρέ ψεύτη Αρχάγγελε εσύ πού ειπες πώς δέν θά τήν πάρεις, καί ψεύτισες!!!!
ΛΕΩΝΙΔΑΣ Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ..

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Flag Counter