ΕΙΜΑΙ 87 ΧΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕ ΛΕΝΕ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ
Τήν βρήκα στήν πολυθρόνα της, νά κάθεται. Νά μέ κοιτάζει μέ ενα βλέμμα γλυκό, μά καί αγέρωχο, υπερήφανο, θά ελεγα καί αφοβο, μέ τά κατάμαυρα μάτια της! Μιά ατίθαση λοϊδα,από τά χρυσαφένια μαλλιά της, εσκέπαζε λίγο τό κούτελό της. Αυτή η φυσιογνωμία, μέ κατάκτησε καί μέ εκανε νά τήν προσέξω. Δέν ηταν από εκείνες, πού περνάνε απαρατήρητες, γιαυτό καί κοντοστάθηκα!
-Γειά σου γιαγιά,τήν εχαιρέτησα.
-Γειά σου, καί εσένανε, μού αποκρίθηκε!
-Εισαι καλά; τήν ρώτησα.
-Καλοσύνη σου μού λέει πώς από εδώ;
-Νά ηρθα νά κάνουμε παρέα, αν τό θέλει καί η αφεντιά σου!
-Καί ποιός εισαι εσύ, πού μού λές μιά κουβέντα, πού μέ γυρίζει χρόνια πίσω πού εχω νά τήν ακούσω, από τότε πού ημουνα μιά ομορφη κοπέλα ;;
-Μά γιαγιά, καί τώρα εισαι μιά ομορφη γιαγιά, γιατί μιά ωραία γυναίκα, δέν παύει ποτέ νά ειναι μιά ωραία γυναίκα. Κακό ειναι πού τό λέω;;
-Κακό δέν ειναι, ασυνήθιστο ειναι!
-Αυτό ητανε, μού εκανε, ενα νόημα μέ τό ροζιασμένο της χέρι, καί εγώ αδραξα τήν ευκαιρία, καί στρογγυλοκάθησα δίπλα της, κάτω από τήν δροσιά τού γέρικου δένδρου τού κήπου!
-Ειμαι 87 χρονών, καί μέ λένε Σταυρούλα, καί πρίν πολλά χρόνια, μέχρι πού εγινα 14 χρονών, ζούσα στό χωριό μου, ενα ορεινό χωριό τής Γορτυνίας, πού τό ηξερε μόνο ο θεός παδί μου! Αργότερα τό μάθανε οι Γερμανοί, κι' από κοντά οι αντάρτες. Τότενες εγώ ειχα φύγει, καί ηρθα, η καλύτερα μέ εστείλανε γιά δουλειά στήν Αθήνα! Ο πόλεμος, μού στέρησε τόν πατέρα μου, καί ο πρόεδρος μάς ειπε οτι, επεσε .....ηρωϊκώς μαχόμενος στό Τεπελένι, γιαυτό κάποιος επρεπε νά νοιαστεί γιά τά τέσερα μικρότερα αδέρφια μου!! Ο κλήρος επεσε σέ εμένα, καί η χήρα μάνα μου, μού βρήκε δουλειά --γιά ενα κομάτι ψωμί-- στό σπίτι ενός πλούσιου μακρυνού συγγενή μας, οπως μού ειπαν τότε!! Αργότερα κατάλαβα οτι ουτε συγγενής μας ητανε, ουτε τίποτα. Ητανε από εκείνους τούς εκμεταλευτές, πού εκμεταλεύονταν τήν ανάγκη ενός ανήλικου καί ορφανού κοριτσιού, από τήν επαρχία οπως ημουνα εγώ!!
-- Φεύγοντας από τό χωριό, πήρα μαζί μου, μόνο τήν ευχή τής μάνας μου, δυό μακρυές κοτσίδες στά μαλλιά μου, τήν αθωότητα τής παιδικής μου ψυχής, καί ενα μεγάλο φόβο, κουβάρι, μέ κάποιες απορίες μου.
-Τί θά γίνω; Πού πηγαίνω ; τί μέ μέ καρτερεί; Ετσι καί εφυγα! Τά καυτά δάκρυα τής μάνας μου, ακόμα καίνε στά μάγουλά μου!
--- Εφτασα στήν Αθήνα, καί η δουλειά, μέ περίμενε τήν ιδια ωρα, πού μπήκα στό πλουσιόσπιτο. Δουλειά κύριε, από τό πρωϊ μέχρι τό βράδυ, καί από τό αλλο πρωϊ, μέχρι τό αλλο τό βράδυ! --Δουλειά στό σπίτι, δουλειά καί στό μαγαζί τού αφεντικού. Τό πότε ητανε Κυριακή, ουτε πού τό ηξερα.Τό μόνο πού χόρτασα ητανε η πολύ δουλειά, καί η μουρμούρα, καί η αχαριστία τής αφεντικίνας μου, πού ειχε ξεχάσει πώς γελάνε! Κακό πράγμα η φτώχεια, η ορφάνεια, η ξενητειά, καί τά ξένα χέρια κύριε!
-Η κατάσταση, ητανε αφόρητη,καί τά λιγοστά λεφτά πού επαιρνα, τά εστελνα στό χωριό, γιατί τά μικρότερα αδέρφια μου, γιατί από τό δικό μου τό ...καζάντι περιμένανε νά ζήσουνε. Ωσπου μιά ημέρα, καί από τά πολλά, δέν αντεξα. Τά μούντζωσα, καί εφυγα, καί ουτε πού ηξεραν πού νά μέ ψάξουνε, καί ουτε θυμάμαι πώς γνώρισα μιά πονόψυχη κυρία, πού νοιάστηκε καί επιασα δουλειά σέ ενα νοσοκομείο.
- Δούλεψα εκεί, καί ητανε, πολύ καλύτερα από τό πλουσιόσπιτο. Εκανα τόν σταυρό μου, καί παρακάλεσα τήν Παναγιά νά μέ λυπηθεί νά ριζώσω εκεί, γιατί δέν ητανε καί σίγουρο. Καί μέ ακουσε η Παναγιά, καί μέ λυπήθηκε, καί ερίζωσα εκεί κύριε. Εκεί μέσα εγνώρισα καί ενα καλό καί προκομένο παληκάρι,. Επάνω στόν χρόνο παντρευτήκαμε! Στήν αρχή μέναμε σέ μιά καμαρούλα μέ ενοίκιο. Αργότερα, ηρθε τό πρώτο μας παιδί, καί ο Πέτρος -- ετσι λέγανε τόν αντρα μου --εβαλε χρέος καί πήραμε μιά καμαρούλα δική μας, καταδική μας! Εκεί νά δείς τί χαρές πού εκάναμε κύριε! Υστερα ηρθανε καί τά αλλα μας παιδιά, δυό αγόρια, καί μιά κόρη πού αποχτήσαμε τελικά.
- Δύσκολη η ζωή, αλλά τήν παλεύαμε. Ητανε βλέπεις καί ο παλιοπόλεμος, πού δέν οριζες τό κεφάλι σου. Καί δέν φτάνει αυτό, πρίν ξεχρεώσουμε τήν καμαρούλα, ο αντρας μου, αρώστησε! Καί πού δέν τόν πήγα, καί πού δέν ετρεξα η βαρυόμοιρη. Αδικα ομως! Τελικά, τόν εχασα, ανήμερα τήν Λαμπρή!
- Σταυρούλααα, τά παιδιά καί τά μάτια σου, ητανε η τελευταία του κουβέντα. Τά αφήνω στό Θεό, καί σέ εσένανε! Βέβαια, εγώ δέν περίμενα τά λόγια του, τό ηξερα από μόνη μου. Επεσα μέ τά μούτρα στήν δουλειά, εγινα γυναίκα καί αντρας! Οπου ακουγα δουλειά, ετρεχα πρώτη, καί ποτέ δέν ρώτησα τί δουλειά ειναι. Βαρειές δουλειές, γιά μιά γυναίκα, πού ειχε νά θρέψει τρία στόματα.Τί νά εκανα, φρόντισα νά μήν τούς λείψει τίποτα. Ο καιρός πέρναγε, τά παιδιά μεγαλώσανε, περπάτησα μέ μισό παπούτσι, καί τά εσπούδασα, καί εγίνανε επιστήμονες! Πήρανε καινούρια σπίτια, πήρανε αυτοκίνητα!
- Παντρευτήκανε, καί κάνανε δικά τους παιδιά. Εξη εγγόνια, καί δύο δισέγγονα, ζωή νάχουνε κύριε! Τήν μικρή μου τήν επροίκησα, μέ τήν καμαρούλα πού μόλις ειχα ξεχρεώσει, αλλά μετά από λίγο, μού ειπε οτι εγώ δέν χωράω, καί επρεπε νά φύγω, καί αϊντε πάλι τά ιδια, ξαναπήγα στό νοίκι. Καί τό χειρότερο, ξεριζώθηκα από τήν παλιά μου γειτονιά, καί βρέθηκα μέ βαρειά καρδιά σέ αλλη, ανάμεσα σέ ξένους. Πόνεσα, πικράθηκα,αλλά τί νά εκανα; Πού νά επήγαινα;
- Οι γυιοί μου οπως σού ειπα, πήρανε καινούρια σπίτια, μέ πισίνα, μέ κήπο γύρω-γύρω! Μιά φορά πού πήγα σπίτι τού μεγάλου, μού αρεσε πολύ. Ητανε πολύ ωραίο, γιατί εκεί στήν ακρη τού κήπου, ειχε ενα καλυβάκι σάν αυτό πού στό χωριό βάζαμε τά γαϊδούρια, καί τίς γίδες. Τό ειχε γεμάτο εργαλεία.
-Εδώ τού λέω, θά βολευόμουνα μιά χαρά, αν μέ αφηνες, νά εκεί στήν ακρούλα νά εβαζα τό κρεβάτι μου.
-Τί λές μώρ' μάνα, δέν βλέπεις που εχω τά εργαλεία μου; πού νά χωρέσεις μού απάντησε αμέσως!
- Νά εδώ παιδάκι μου, εδώ στήν ακρούλα, ισια πού νά χωράει τό κρεβάτι μου, νά ξεκουράσω τό ρημάδι τό κορμί μου ρέ γυιόκα μου. Μού φτάνει παιδί μου!
-Αυτό δέν γίνεται κυρά-Σταυρούλα, πετάχτηκε η νύφη μου , καί ο γυιός μου ο αράθυμος- οπως ητανε αλλη φορά- δέν εμίλησε καθόλου. Αχνιά δέν εβγαλε, κατάπιε τήν γλώσσα του! Καί τήν αλλη τήν παράλλη, μέ φέρανε στό Γηροκομείο!!!
- Πώς περνάς εδώ κυρά-Σταυρούλα;
- Πώς νά περάσω κύριε, σάν τό αυγό στά δυό λιθάρια πού λέγαμε στήν Γορτυνία! Αλλά κάνω τήν καρδιά μου πέτρα, δόξα σοι ο θεός! Ας λέμε καλά. Τά κορίτσια μέ αγαπάνε καί μού καλομιλάνε. Εέέέ καί εγώ συνήθισα. Ερχονται καί τά παιδιά μου, καί μέ βλέπουνε, ο ενας τό Πάσχα, ο αλλος τά Χριστούγεννα, μού φέρνουνε καί καμμιά σοκολάτα. Νύφες καί εγγόνια ποτέ! Τά δισέγγονά μου, ουτε φωτογραφία. Ας ειναι καλά καί νάχουνε τήν ευχή μου.
- Εκλεισε τά μάτια της γιά λίγο, σάν νά ονειρευότανε!!
- Θέλεις τίποτα γιαγιά ;
- Τί νά θέλω κύριε, τούς παρακαλάω τριάντα χρόνια τώρα νά μέ πάνε μιά φορά στό χωριό μου, καί ολο δουλειές εχουνε, καί ολο δέν προλαβαίνουνε! Μά εγώ δέν απελπίζομαι, καί κάθε βράδυ κάνω τόν σταυρό μου, νά τά εχει καλά ο θεός, μήπως καί βρούνε καμμία σκόλη, νά μέ πάνε στό χωριό μου, γιατί θέλω νά τό ειδώ γιατί τό εχω πονέσει. Καί σάν τό ειδώ , κύριε, τήν ιδια ωρα, παρακαλώ τόν Υψιστο, νά γίνει τό θέλημά του, νά στείλει τόν ταχυδρόμο του - ξέρει εκείνος ποιόνε--γιά νά πάρει τήν ψυχούλα μου, γιά νά ξεκουραστεί καί εκείνη. Αυτό θέλω κύριε,- μονολόγησε- καί ανοίξανε οι βρύσες τών ματιών της. Τό μόνο πού ευχομαι,-συνέχισε κλαίγοντας- ειναι νά μήν υπάρχουνε αλλες μανούλες, μέ τόν δικό μου πόνο!
- Ειμαι 87 χρονών, καί μέ λένε Σταυρούλα, τό αλλο, αφησέ το, μήν τό ρωτάς, δέν χρειάζεται, γιατί εχω παιδιά στήν κοινωνία, ας μήν τά εκθέσω!
- Τήν αφησα νά τά ειπεί ολα αυτά, χωρίς νά τήν διακόψω, καί μόνο οταν αφησε ενα βαθύ αναστεναγμό, τότε καί μόνο τότε, εσκυψα καί τίς φίλησα τό χέρι! Δέν τίς μίλησα, γιατί ειχα χάσει τήν λαλιά μου. Τώρα καί μόνο τώρα, υποκλίνομαι ευλαβικά, μπροστά στό μεγαλείο αυτής τής γενναιόψυχης κοινωνικής ηρωϊδας, καί τίς ζητάω συγνώμη!
- Συγνώμη, συγνώμη, αξεπέραστη γιαγιά Σταυρούλα, από ολους εμάς, οσους μπορούμε νά νοιώσουμε, καί νά καταλάβουμε τήν ντροπή μας απέναντί σου !!
ΛΕΩΝΙΔΑΣ Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου